Η Εστία είναι η Θεά της Οικίας ή η ίδια η ιδέα του Άσβεστου Πυρός. Κατά τον Όμηρο η Εστία, «ιστίη» όπως αναφέρεται στην Οδύσσεια, είναι αντικείμενο θρησκευτικού σεβασμού, την οποία επικαλούνται ως μάρτυρα των όρκων μαζί με τον Δία, όσοι δε, τίθενται υπό την προστασία της είναι απαραβίαστοι.
Στην Θεογονία του Ησίοδου και στους Ομηρικούς Ύμνους εμφανίζεται περιβεβλημένη με ανθρωπομορφικό χαρακτήρα. Αναφέρεται ως θυγατέρα του Κρόνου και της Ρέας και ως πρώτο τέκνο αυτών. Αργότερα, οι ποιητές τιμούσαν σε αυτή την πρωτότοκη, την πρεσβύτατη των θεοτήτων. Η έκφραση «Αφ’ Εστίας» θυμίζει ότι η Εστία λάμβανε τις απαρχές όλων των θυσιών και πως στις ευωχίες οι πρώτες σπονδές γίνονταν προς τιμήν της.
Στην Θεογονία του Ησίοδου και στους Ομηρικούς Ύμνους εμφανίζεται περιβεβλημένη με ανθρωπομορφικό χαρακτήρα. Αναφέρεται ως θυγατέρα του Κρόνου και της Ρέας και ως πρώτο τέκνο αυτών. Αργότερα, οι ποιητές τιμούσαν σε αυτή την πρωτότοκη, την πρεσβύτατη των θεοτήτων. Η έκφραση «Αφ’ Εστίας» θυμίζει ότι η Εστία λάμβανε τις απαρχές όλων των θυσιών και πως στις ευωχίες οι πρώτες σπονδές γίνονταν προς τιμήν της.
Η Εστία, αδελφή του Διός, της Ήρας, της Δήμητρας, του Άδου και του Ποσειδώνος, ένεκα της πρωτοτοκίας κατείχε την υψηλότερη θέση ανάμεσα σ’ αυτές τις μεγάλες θεότητες και κατέκτησε από αυτούς την πρωτοκαθεδρία. Οι αναφορές σ’ αυτήν περιορίζονται σ’ ένα μύθο που βρίσκουμε στον Ομηρικό Ύμνο για την Αφροδίτη, ο οποίος
Θυσία και σπονδή στους Εφέστιους Θεούς. Πίνακας του Waterhouse, 1880.
αναφέρει πως ο Ποσειδών και ο Απόλλων την ζήτησαν σε γάμο, όμως αυτή δεν ήθελε και αρνήθηκε σθεναρά. Αγγίζοντας το κεφάλι του ασπιδοφόρου Διός, όρκο μεγάλο έδωσε που ήταν και τελεσίδικος, παντοτινά να είναι παρθένα. Τότε ο Ζευς αντί για γάμο της έδωσε την μέγιστη τιμή, να κάθεται στο μέσον του σπιτιού απολαμβάνοντας την μεγαλύτερη μερίδα. Και, σε όλους τους Ναούς των Θεών είναι τιμιούχος και για όλους τους θνητούς η πρέσβειρα είναι των Θεαινών. Μία παράδοση αναφέρει πως η Θεά έλαβε αυτά τα προνόμια από τον Δία, μετά την νίκη του ενάντια στους Τιτάνες. Ωστόσο, η Εστία έμενε πάντα στα ολύμπια δώματα και ποτέ δεν απομακρυνόταν από την επίσημη θέση της. Οι αναφορές για τις γαμήλιες προσφορές που της έγιναν από τον Απόλλωνα και τον Ποσειδώνα πιθανόν να έχουν συναχθεί από την κοινή λατρεία των τριών θεοτήτων στους Δελφούς. Σύμφωνα με τον Οβίδιο (Ημερολόγιο) κάποια μέρα που όλοι οι Θεοί είχαν παρακαθίσει σε μία γιορτή και από το φαγητό και το ποτό είχαν αποκοιμηθεί, ο Πρίαπος μεθυσμένος επιχείρησε να βιάσει την Εστία. Αλλά τότε ένας γάιδαρος γκάριξε δυνατά και η Εστία ξύπνησε κι έβαλε τις φωνές βλέποντας τον Πρίαπο έτοιμο να της ριχτεί κι έτσι τον έκανε να το βάλει στα πόδια τρομαγμένος. Ο Robert Graves στο βιβλίο «Οι ελληνικοί μύθοι» αναφέρει: «η απόπειρα του Πρίαπου να την βιάσει, είναι ανεκδοτολογική προειδοποίηση κατά της ιερόσυλης κακομεταχείρισης των φιλοξενουμένων γυναικών που έχουν τεθεί κάτω από την προστασία της σπιτικής ή της δημόσιας εστίας. Ακόμη και ο γάιδαρος, σύμβολο λαγνείας, διαλαλεί την εγκληματική τρέλα του Πρίαπου». Επίσης, η Εστία είναι η μόνη από τους Ολυμπίους Θεούς που δεν παίρνει μέρος σε πολέμους ή διαμάχες. Οι πρώτοι Έλληνες έδωσαν το όνομα στην Θεά Εστία όχι τόσο από τον ακίνητο λίθο που βρισκόταν στο μέσον της οικίας τους και χρησίμευε για να υποβαστάει την φωτιά αλλά από την ίδια την φωτιά. Το οικιακό πυρ είχε ουράνια καταγωγή, άλλωστε ανερχόταν από τους κοινούς βωμούς στον ουρανό ως κομιστής των ευχών και των προσφορών των ανθρώπων, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο συν-κοινωνούν με τους Θεούς. Στην θυσία, η γέννηση και η λαμπρή ενέργεια αυτής ήταν αναπόσπαστες συνθήκες της λατρείας των άλλων ουρανίων δυνάμεων, οι οποίες μόνο με την πρόσκληση αυτής γίνονται. Η Εστία, πρώτη από τους Θεούς αποκάλυψε την παρουσία της φωτιάς στην Γή. Ίσως, γι’ αυτό τίθεται στην αρχή της γενεαλογίας.
Η ιερή σημασία της λέξης Εστία φαίνεται απονεμημένη ως προς το Ιερό Πυρ που ανάβει για τις θυσίες. Στις θρησκευτικές δοξασίες των Ελλήνων έμειναν αυτές οι αναμνήσεις της αρχαίας ταυτότητας της Εστίας προς την ακτινοβόλο εστία του Βωμού. Σε όλα τα Ιερά αντιπροσωπεύει το Ιερό Πυρ, που καίει προς τιμήν της θεότητος που κατοικεί σ’ αυτό. Ο βωμός της στους Δελφούς ήταν η «Κοινή Εστία» των Ελλήνων, από εκεί άναβε η φωτιά των Ναών, η οποία δεν έσβηνε ποτέ.
Η ιερή σημασία της λέξης Εστία φαίνεται απονεμημένη ως προς το Ιερό Πυρ που ανάβει για τις θυσίες. Στις θρησκευτικές δοξασίες των Ελλήνων έμειναν αυτές οι αναμνήσεις της αρχαίας ταυτότητας της Εστίας προς την ακτινοβόλο εστία του Βωμού. Σε όλα τα Ιερά αντιπροσωπεύει το Ιερό Πυρ, που καίει προς τιμήν της θεότητος που κατοικεί σ’ αυτό. Ο βωμός της στους Δελφούς ήταν η «Κοινή Εστία» των Ελλήνων, από εκεί άναβε η φωτιά των Ναών, η οποία δεν έσβηνε ποτέ.
Παράσταση από αττική ερυθρόμορφη κύλικα, 515-510 π.α.χ.χ. Υπογράφετε από τον αγγειοπλάστη Ευξίθεο και τον αγγειογράφο Όλτο. Εικονίζεται συγκέντρωση Θεών. Στο μέσο της σκηνής ο Δίας σπένδει με φιάλη που του γεμίζει ο οινοχόος Γανυμήδης, πίσω από τον οποίο κάθεται η Εστία, κρατώντας καρποφόρα κλαδιά.
Ο συνδυασμός της Εστίας και του Ερμού στα μνημεία της τέχνης και της ελληνικής ποιήσεως μαρτυρεί πως υπάρχει σχέση μεταξύ τους. Ο Ερμής ήταν ο αληθινός εφευρέτης των θυσιών, ανάβοντας την πρώτη Φωτιά πάνω στη Γή, προς τιμήν των Θεών. Στις σπάνιες απεικονίσεις της η Εστία εμφανίζεται συνήθως μαζί με τον Ερμή με τον τρόπο που την σμίλεψε ο Φειδίας στο βάθρο του μεγάλου αγάλματος του Διός στην Ολυμπία μαζί με τους δώδεκα Θεούς. Ο Ομηρικός Ύμνος στην Εστία περιλαμβάνει μια εξάστιχη επίκληση στον Ερμή όπου ο ποιητής αναφέρεται δύο φορές στα αισθήματα φιλίας που νιώθει ο ένας για τον άλλον. Ο συγγραφέας Jean Pierre Vernant στο βιβλίο του «Μύθος και σκέψη στην Αρχαία Ελλάδα» αναλύοντας διεξοδικά την σχέση ανάμεσα στις δύο θεότητες, λέει λοιπόν: «Αυτή πάντως η αμοιβαία φιλία δεν στηρίζεται ούτε στους δεσμούς του αίματος ή του γάμου, ούτε στην προσωπική εξάρτηση. Ανταποκρίνεται σε μια λειτουργική συγγένεια. Οι δύο θεϊκές δυνάμεις, παρούσες στους ίδιους χώρους, αναπτύσσουν εκεί, η μια πλάι στην άλλη, συμπληρωματικές δραστηριότητες. Δεν είναι ούτε συγγενείς, ούτε σύζυγοι, ούτε εραστές, ούτε υποταγμένοι ο ένας στον άλλον. Θα μπορούσε κανείς να πει πως ο Ερμής και η Εστία είναι «γείτονες». Σχετίζονται, πράγματι, και οι δυο τους, με τον γήινο χώρο, με την διαμονή μιας μόνιμης, μη νομαδικής ανθρωπότητας. «Και οι δυο σας -εξηγεί ο ύμνος- έχετε κατοικία σας τα σπίτια τα ωραία των ανθρώπων που ζουν στην Γή και στην καρδιά σας ο ένας για τον άλλο φιλία νιώθει» και συνεχίζει λίγο παρακάτω: «Πάντως, τα διάφορα γνωρίσματα που συνθέτουν την φυσιογνωμία του Θεού φαίνονται να ταξινομούνται καλύτερα όταν δει κανείς τον Θεό στις σχέσεις του με την Εστία. Για την θρησκευτική συνείδηση των Ελλήνων, οι δύο θεότητες συγκροτούν ένα ζεύγος, γιατί τοποθετούνται στο ίδιο επίπεδο, η δράση τους αναφέρεται στην ίδια περιοχή του πραγματικού, αναλαμβάνουν συναφείς λειτουργίες. Τώρα, σχετικά με την Εστία, δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία: η σημασία της είναι ξεκάθαρη, ο ρόλος της αυστηρά καθορισμένος. Επειδή της έλαχε να θρονιάζεται, για πάντα ακίνητη, στο κέντρο του οικιακού χώρου, η Εστία προϋποθέτει, σαν αλληλένδετο κι αντίθετο σ’ αυτή πρόσωπο, τον γοργοκίνητο Θεό που βασιλεύει στον χώρο του ταξιδιώτη. Στην Εστία ανήκει το μέσα, το κλειστό, το σταθερό, η αναδίπλωση της ανθρώπινης ομάδας στον εαυτό της. Στον Ερμή ανήκει το έξω, το άνοιγμα, η κινητικότητα, η επαφή με τον άλλον. Μπορούμε να πούμε ότι το ζεύγος Ερμής - Εστία εκφράζει, στην πολικότητά του, την ένταση που παρατηρείται στην αρχαϊκή παράσταση του χώρου: ο χώρος απαιτεί ένα κέντρο, ένα προνομιακό σταθερό σημείο, από όπου μπορεί κανείς να προσανατολίσει και να καθορίσει κατευθύνσεις, που όλες τους διαφέρουν ποιοτικά. Αλλά ο χώρος παρουσιάζεται συνάμα σαν τόπος της κίνησης, πράγμα που προϋποθέτει μια δυνατότητα μετάθεσης και περάσματος από ένα οποιοδήποτε σημείο σ’ ένα άλλο». Η Εστία «κεντροθετεί» τον χώρο και ο Ερμής τον «κινητοποιεί» γιατί προστατεύουν ακριβώς, σαν θεϊκές δυνάμεις, ένα σύνολο δραστηριοτήτων, που αφορούν την διαρρύθμιση του εδάφους και την οργάνωση του χώρου, αλλά που ξεπερνούν σε μεγάλο βαθμό αυτό που εμείς σήμερα ονομάζουμε χώρο και κίνηση.
Στις αρχέγονες κατοικίες της Ελλάδος η Εστία δεν χρησίμευε μόνο για τις καθημερινές ανάγκες του βίου αλλά ήταν κυρίως ο βωμός που θυσίαζαν στους Εφεστίους Θεούς, συνεπώς ήταν ιερή και ως εστία των δημοσίων θυσιών. Κατείχε την ίδια θέση με την φωτιά πάνω στο βωμό, ο οποίος βρισκόταν στο κέντρο της οικίας, της οποίας ο όροφος ήταν ανοικτός προς τον ουρανό για να εξέρχεται ο καπνός. Όταν η λατρεία της Εστίας έγινε οικιακή, το Ιερό Κέντρο όπου γύρω του συναθροιζόταν η οικογένεια έγινε η διαμονή της Εστίας, που είχε την έδρα της στο μέσον της οικίας. Αυτή είναι η πρώτη των Θεοτήτων της οικογένειας που δίδαξε στους ανθρώπους την οικοδόμηση της κατοικίας και εκείνη που τους παρείχε όλα τα αγαθά του οικιακού βίου. Η κυκλική εστία, που είναι στερεωμένη στο έδαφος μοιάζει με τον ομφαλό που ριζώνει την οικία στο έδαφος και έχει αξία κέντρου. Ο Vernant λέει: «είναι σύμβολο κι εχέγγυο στερεότητας, σταθερότητας και μονιμότητας». Στον Φαίδρο ο Πλάτων μάς παρουσιάζει την κοσμική πομπή των δώδεκα Θεών: δέκα θεότητες πορεύονται ακολουθώντας τον Δία που τις οδηγεί μέσα από τα πλάτη του Ουρανού. Μόνο η Εστία παραμένει ακίνητη στο σπίτι, χωρίς ποτέ να εγκαταλείπει την θέση της. Την Θεά όντας σταθερό σημείο, κέντρο απ’ όπου ξεκινώντας ο ανθρώπινος χώρος προσανατολίζεται κι οργανώνεται, θα την ταυτίσουν οι ποιητές και οι φιλόσοφοι με τη Γή, την ακίνητη στο κέντρο του κόσμου. «Οι σοφοί -γράφει ο Ευριπίδης- ονομάζουν Εστία την Γαία - Μητέρα, γιατί εδρεύει ακίνητη στο κέντρο του Αιθέρος». Η Εστία, σε ορισμένες παραστάσεις της απεικονίζεται καθισμένη πάνω σ’ έναν ομφαλό και όχι στον οικιακό της βωμό. Ο ομφαλός των Δελφών θεωρείτο έδρα της Εστίας. Στους ιστορικούς χρόνους, θα ονομάσουν Ομφαλό της Πόλης, τον βωμό της Κοινής Εστίας, εκείνον που είχε ιδρυθεί στο κέντρο της πόλης.
Θυσία στην Εστία, πίνακας του Goya
Ο ομηρικός ύμνος αναφερόμενος στην Εστία λέει ότι «δίχως εσένα δεν θα είχαν οι θνητοί γιορτές αν πρώτα δεν πρόσφεραν σπονδή με κρασί γλυκό σαν μέλι στην πρώτη και στερνή Θεά Εστία». Η Θεά έχει την τιμητική θέση στο τραπέζι όπου το γεύμα άρχιζε και τελείωνε με επίκληση σ’ αυτήν. Ο τρόπος αυτός αποτελεί έναν κύκλο κλειστό μέσα στο χρόνο, όπως ο οίκος σχηματίζει έναν κύκλο κλειστό μέσα στο χώρο. Επίσης ο Κορνούτος στην Ελληνική Θεολογία αναφέρει πως η Εστία είναι και πρώτη και έσχατη, από αυτήν αρχίζει κανείς και με αυτήν τελειώνει. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν πως θυσίαζαν κυρίως χοίρους στην Θεά. Τα φαγητά που ψήνονται στον βωμό της οικιακής εστίας πραγματώνουν μια θρησκευτική αλληλεγγύη ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες. Ο Αριστοτέλης μας πληροφορεί πως ο Επιμενίδης ονόμαζε τα μέλη του οίκου «ομοκάπους» αυτούς που τρώνε στο ίδιο τραπέζι ή ομοκάπνους, αυτούς που αναπνέουν τον ίδιο καπνό. Η εστία, το γεύμα λειτουργούν ως άνοιγμα του οικιακού κύκλου σε κάποιον που δεν ανήκει στην οικογένεια εντάσσοντάς τον στην οικογενειακή κοινότητα. Δίπλα στην εστία έβαζαν να κάτσει ο ικέτης που εξόριστος από την πόλη του αναζητούσε να ενταχθεί σε νέα ομάδα. Ο ξένος οδηγείτο στην εστία γιατί δεν μπορούσε να υπάρξει επαφή ή σχέση με κάποιον που δεν θα είχε ενταχθεί πρώτα στον οικιακό χώρο. Ο Πίνδαρος αναφέρει πως πάντοτε στα γεμάτα τραπέζια των Πρυτανείων, όπου βασιλεύει η Εστία, τηρείται η δικαιοσύνη του Ξένιου Διός. Με την ανταλλαγή των αγαθών και την κυκλοφορία των προσώπων, γυναικών, κηρύκων, πρεσβευτών, φιλοξενουμένων και συνδαιτυμόνων δημιουργείται ένας σύνδεσμος ανάμεσα στις οικιακές ομάδες. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο στην Χαιρώνεια της Βοιωτίας, ο άρχοντας της πόλης θυσίαζε κάθε χρόνο πάνω στην κοινή εστία και πως το παράδειγμά του μιμούντο και οι πολίτες στους οίκους τους. Με αυτόν τον τρόπο ήθελαν να απομακρύνουν από τον τόπο τους την πείνα. Ο Ευριπίδης στην τραγωδία του «Άλκηστις», παρουσιάζει την ηρωίδα που είναι έτοιμη να πεθάνει στη θέση του συζύγου της Αδμήτου, να απευθύνει την τελευταία της προσευχή στην Εστία ζητώντας της να επαγρυπνεί για τα παιδιά της που θα έμεναν χωρίς την μητέρα τους, να δώσει στην κόρη της σύζυγο αντάξιό της, μια εκλεκτή σύντροφο στον γιο της και να χαρίσει σ’ όλους ζωή μακρά και ευτυχισμένη. Επίσης, ο Θουκυδίδης αφηγείται τον ερχομό του Θεμιστοκλή στο ανάκτορο του Αδμήτου, του βασιλιά των Μολοσσών. Ο Άδμητος απουσίαζε και η γυναίκα του συμβούλεψε τον εξόριστο να καθίσει κοντά στην εστία βάζοντάς του στην αγκαλιά ένα από τα παιδιά της. Ο Θουκυδίδης αναφέρει: «όχι μονάχα επειδή η εστία αποτελεί το κέντρο της οικογένειας, αλλά κι επειδή έχει αυτόν τον προστατευτικό χαρακτήρα και είναι αφιερωμένη στους Θεούς, έχοντας τη μορφή του βωμού και η φλόγα της είναι ίδια με τη φλόγα των θυσιών». Στην Ελλάδα, η πόλη παρίστανε την εικόνα μεγάλης οικογένειας και κάθε μια είχε την κοινή της εστία, στην οποία διατηρείτο Άσβεστο Πυρ, προς τιμήν της Εστίας, ως θρησκευτικό κέντρο του δημοσίου βίου. Μαζί με την πολιτική εξέλιξη, εξελίχθηκε και η λατρεία της Εστίας. Και ενώ, ο βασιλιάς ήταν αυτός που μονοπωλούσε την πολιτική και θρησκευτική ζωή της πόλεως, περνώντας από τον θεσμό της βασιλείας στην δημοκρατία του Πρυτανείου, το λειτούργημα της προσφοράς των θυσιών στην Εστία περιήλθε σε πολιτικά πρόσωπα που πλέον εκλέγονταν ή κληρώνονταν για να εκτελέσουν τα ενιαύσια ιερατικά τους καθήκοντα.
Το δημόσιο κτίριο που σε πολλές ελληνικές πόλεις στέγαζε την υπηρεσία για την συντήρηση της Ιερής Φωτιάς ονομαζόταν Πρυτανείο, το οποίο χρησίμευε και για πολλούς άλλους σκοπούς. Αυτό το οικοδόμημα είχε κυκλικό σχήμα και είχε στο κέντρο του βωμό της Εστίας που έκαιγε συνεχώς το πυρ της πόλεως. Εκεί υποδέχονταν τους πρεσβευτές και τους διακεκριμένους ξένους, μερικές φορές γίνονταν οι συνεδριάσεις των δικαστηρίων. Θεωρείτο μεγάλη τιμή για έναν πολίτη να τρέφεται στο Πρυτανείο με έξοδα του κράτους. Όταν οι πολίτες έφευγαν από την πόλη τους με σκοπό να ιδρύσουν αποικία σε κατάλληλο μέρος έπαιρναν πάντα μαζί τους φωτιά από την κοινή εστία που προορίζετο για την νέα πόλη που θα ίδρυαν.
Από τον στενό περίβολο της πόλεως η ιδέα αυτή επεκτάθηκε σ’ όλη την Γή, της οποίας οι Δελφοί θεωρούντο ο ομφαλός της, δηλαδή το κέντρο. Η παράδοση λέει πως δύο αετοί που αφέθηκαν από τον Δία εκ των δύο άκρων της Γής, από Ανατολή και Δύση συναντήθηκαν πετώντας στους Δελφούς. Στο Ιερό του Δελφικού Απόλλωνος υπήρχε βωμός της Εστίας, αντικείμενο ιδίου σεβασμού, μέσα από τον οποίο έβλεπαν την «κοινή εστία» της Ελλάδος και του κόσμου. Ο Γάλλος συγγραφέας Martin αναφέρει πως «Η Εστία των Δελφών υπολαμβάνεται κατέχουσα επί της κυκλικής και ομαλής επιφάνειας της Γής και υπό τον θόλο του ουρανού θέση όμοια της οικιακής εστίας, καλουμένης εξαιτίας τούτου μεσομφάλου, ως κατεχούσης το μέσον του ορόφου στις παλαιές οικίες της Ελλάδος. Μέσα στον ναό των Δελφών, δίπλα από την Ιερή Εστία, βρισκόταν ο λίθος ομφαλός, ο οποίος αναμφίβολα υποτίθεται πως έδειχνε το ακριβές σημείο του γήινου δίσκου».
Αυτή η θρησκευτική ιδέα της Εστίας, εξερχόμενη από την κατοικία της οικογενείας, με τον τρόπο που επεκτάθηκε σ’ όλο τον κόσμο, απέκτησε κοσμογραφικό χαρακτήρα μεταβάλλοντας την αρχική φύση αυτής της θεότητας. Οι δοξασίες των Ελλήνων που εκφράζονται από τον Όμηρο και τον Ησίοδο δεν απέδιδαν στην Γή σχήμα σφαιρικό. Είκαζαν πως είχε σχήμα δίσκου, του οποίου η περιφέρεια περιβάλλεται από τον ποταμό Ωκεανό και αυτόν τον καλύπτει ο στερεός Ουράνιος Θόλος. Οι δοξασίες αυτές υπήρχαν και επί Πλουτάρχου. Έλεγαν τότε ότι η φιλόξενη τράπεζα, καλούμενη από άλλους Εστία, φαινόταν σαν «μίμημα Γής».
Η φιλόξενη τράπεζα που αναφέρει ο Πλούταρχος ήταν η κυκλική τρίποδη τράπεζα που χρησιμοποιείτο αρχικά από τους Έλληνες, της οποίας ο δίσκος ήταν η ακριβής απομίμηση του γήινου δίσκου. Η ορισμένη θέση της Εστίας στους Δελφούς αποδεικνύει ότι οι αρχαίοι πίστευαν πως στο πάχος του δίσκου υπάρχει κεντρικό πυρ. Η αιώνια αυτή εστία, αρχή κάθε γήινης ύπαρξης δεν είναι άλλη από την Εστία. Υπάρχουν εικασίες ότι η Θεά Εστία αντλούσε την καταγωγή της από την λατρεία της Θεάς Γαίας. Αυτό δείχνει το σχήμα των αφιερωμένων σε αυτήν οικοδομών. Στην Ελλάδα, τα Πρυτανεία που διατηρούσαν μέσα το πυρ της Εστίας ήταν κυκλικές οικοδομές. Στην Ρώμη, ο αρχαίος ναός της Vesta ήταν επίσης κυκλικός περίβολος που είχε στο κέντρο τον βωμό που έκαιγε το Ιερό Πυρ, περιβαλλόμενος από κίονες που υποβαστούσαν τον θόλο. Εικόνα της κυκλικής και ομαλής Γής που έχει το Ιερό Πυρ της Εστίας στο μέσον της επιφάνειάς της και τον Ουράνιο Θόλο από πάνω. Αυτή η ταυτότητα της Εστίας δεν είναι όψιμη εφεύρεση της κοσμολογικής φιλοσοφίας των Ελλήνων, αλλά διατυπώθηκε από τον 5ο αιώνα π.α.χ.χ. Ο Ευριπίδης αναφέρει «κ’ Γαία μήτερ, Εστίαν δε σ’ οι σοφοί βροτών καλούσιν ημένην εν αιθέρι» δηλαδή «οι σοφοί ονομάζουν Εστία την Γαία - Μητέρα, γιατί εδρεύει ακίνητη στο κέντρο του αιθέρα». Οι σοφοί στους οποίους αναφέρεται ο ποιητής είναι αναμφίβολα οι Ορφικοί, που αναπαριστούν συχνά αυτές τις ιδέες. Αν και δεν ήταν οι ιδρυτές αυτής της δοξασίας παρόλα αυτά συνέτειναν ως προς τη διάδοσή της. Οι ύμνοι διαφυλάσσοντας πιστά την παράδοση αυτών των ιδεών, περιγράφουν την Εστία, θυγατέρα του ισχυρού Κρόνου να διαμένει στην κεντρική κατοικία του αέναου πυρός, κατοικία των μακάρων Θεών και κραταιό στήριγμα των θνητών. Αλλά κατά τους Ορφικούς και τους Πυθαγορείους, οι οποίοι έχουν πολλές σχέσεις μεταξύ τους, η σημασία της Εστίας διευρύνεται. Δεν είναι μόνον η Γή που κατέχει στο κέντρο της το Πυρ. Πηγή της ζωής είναι η Γή θεωρούμενη σε αυτή τη θέση, η οποία βρίσκεται μέσα στον κόλπο του Σύμπαντος.
Ο θρόνος της Εστίας είναι η «κεντρική έδρα του κόσμου», η δε έδρα αυτή είναι ακίνητη, ενώ τα άλλα ουράνια σώματα εκτελούν τις περιστροφές τους. Αυτός ο χαρακτήρας της Εστίας επεξηγεί εν μέρει, τον σχετικό μύθο της παρθενίας της. Εάν η Εστία είναι Θεά παρθένος δεν είναι απλά και μόνο επειδή το πυρ είναι το κατ’ εξοχήν καθαρό στοιχείο, είναι διότι η Γή εξαιτίας της σταθερότητάς της δεν έχει σχέση προς τα κινητά στοιχεία του Ουρανού. Ο Απόλλων, ο Ήλιος που όλη μέρα την θαυμάζει ερωτικά, δεν είναι ποτέ δυνατόν να την φτάσει διότι βυθίζεται στον Ωκεανό. Έτσι και ο Ποσειδών που αγαπά την Εστία, η οποία διαβρέχεται από τα κύματά του, μόλις που αγγίζει το θείο σώμα της. Είναι δε απαγορευμένο να εισδύσει στον κόλπο της Γής, μέχρι την πηγή του πυρός όπου διαμένει η Θεά. Οι Στωϊκοί εξέφρασαν παραπλήσια με αυτή ιδέα, λέγοντας ότι η Εστία είναι παρθένος διότι η ακινησία δεν είναι ποτέ δυνατόν να γεννήσει. Αντίθετα οι Πυθαγόρειοι όπως ο Φιλόλαος δεν συμφωνούν με την γενική παράδοση, όταν μέσω του «Εστία Κόσμου» δεν εννοούν αυτήν την ίδια τη Γή, στην οποία απέδιδαν κίνηση αλλά σαν ένα σωρό πυρός, ακίνητο στο κέντρο του Σύμπαντος. Αυτές οι σχέσεις των ιδεών εξηγούν πως η Εστία αναμείχθηκε με τις άλλες θεότητες της Γής, την Γαία, την Δήμητρα και την Κυβέλη. Παριστώντας την ενίοτε ως Κυβέλη, γυναίκα που κρατούσαν τα χέρια της τύμπανο, εικόνα του κυκλικού σχήματος της γήινης σφαίρας. Ως Δήμητρα ήταν η αθάνατη πηγή του βίου, η οποία αναπτύσσεται πάνω στην επιφάνεια της Γής. Η ταύτιση της Εστίας με την Μητέρα των Θεών είναι ίσως από τις αιτίες που θεωρήθηκε ως η αρχαιότερη και πλέον σεβαστή από τις θεότητες. Ο Vernant αναφέρει: «η παρθένα όμως Θεά, για ν’ αναλάβει την λειτουργία της μονιμότητας μέσα στον χρόνο, πρέπει να εμφανίζεται επίσης ως μητέρα». Σχετικά με αυτό και όπως αναφέρθηκε παραπάνω Ευριπίδης, ταυτίζοντας την Γή με την Εστία, χρησιμοποιεί ακριβώς την έκφραση Γαία - Μήτηρ. Η Εστία αντιπροσωπεύει λοιπόν, την πατρική γενιά και την γυναίκα ως παρθένα, και την γυναίκα ως τεκνοποιητική δύναμη και «δεξαμενή» ζωής. Ο Πορφύριος υπογραμμίζει αυτή την πολικότητα, υποδεικνύοντας πως υπάρχουν όχι μία, αλλά δύο μορφές της Εστίας: «από την μια μεριά ο παρθενικός τύπος αλλά από την άλλη επίσης μια που η Εστία είναι δύναμη γονιμότητας (γόνιμος), ο τύπος της κυράς με τους πεταχτούς μαστούς (γυναικός προμάστου)». Εν γένει, η Εστία υποδηλώνει αλληλοδιαδοχικά και μέσω σειράς ιδεών, τον κύκλο που ευρύνεται αδιαλείπτως, την εστία που βρίσκεται στο κέντρο του βωμού, την εστία στο μέσον της πόλεως, της Ελλάδος, το κεντρικό πυρ της Γής και τέλος την Γή, στερεά και ακίνητη εστία του Σύμπαντος. Διακρίνεται από τις άλλες θεότητες της φωτιάς μέσω των κοσμογραφικών ιδεών που προσαρμόζονται στο όνομα αυτής και μέσω της ηθικής ιδέας της στασιμότητας και αγιότητας του οικογενειακού βίου, του οποίου είναι το σύμβολο.
Η τελετουργία των «Αμφιδρομίων» που γίνονταν κατά την 5η ή 10η ημέρα από την γέννηση ενός παιδιού και συμπίπτει με την ονοματοδοσία του, πραγματοποιείται για την αναγνώριση του νεογέννητου από τον πατέρα και σκοπό έχει να εντάξει το παιδί στον χώρο του Οίκου, να το συνδέσει με την Εστία. Το τυπικό της τελετής περιλαμβάνει την περιφορά του βρέφους από τον πατέρα του, γύρω από την Εστία. Ο Βλάσης Ρασσιάς στο βιβλίο του «Εορτές και Ιεροπραξίες των Ελλήνων» λέει: «Οι συγγενείς και οι φίλοι της οικογένειας, φέρνουν από το πρωί γενέθλια δώρα στο νεογέννητο, το οποίο παρουσιάζει η μαία, στολισμένο με χρυσό ή ασημένιο περιδέραιο και κορδέλες, καθώς και με φυλακτά κατά της βασκανίας. Τα πρωινά «Αμφιδρόμια» κλείνουν με θυσία ζώου, το κρέας του οποίου παρατίθεται στο δείπνο, με σπονδές προς τους Εφέστιους Θεούς…» Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι νόμοι του Σπαρτιατικού πολιτεύματος δεν επέτρεπαν την τέλεση των «Αμφιδρομίων» με τον παραδοσιακό τρόπο γιατί το νεογέννητο δεν συνδεόταν με την πατρική εστία αλλά εντάσσετο στην πολιτική κοινότητα των Ομοίων. Η Εστία αρχικά και για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν είχε άγαλμα. Οι λατρευτές αρκούντο να θυσιάζουν σ’ αυτήν πάνω στον βωμό, που έκαιγε το Ιερό Πυρ της Θεάς, όπως και στο Ιερό αυτής στην Ερμιόνη. Η Ιερά Εστία θεωρείτο ως φυσικό άγαλμα της Θεάς. Οι αρχαίοι αναφέρουν πως υπήρχε άγαλμα της Εστίας στο Πρυτανείο των Αθηνών, επίσης στην Ολυμπία το οποίο αποδίδεται στον Γλαύκο τον Αργείο. Άγαλμα αξιόλογης τεχνοτροπίας υπήρχε στην Πάρο αφιερωμένο από τον Τιβέριο, στον ναό της Ομονοίας καθώς και στην Ρώμη φιλοτεχνημένο από τον Σκόπα. Η Θεά ήταν καθιστή, όπως αρμόζει στον αξιοπρεπή και σταθερό χαρακτήρα της και γύρω από το άγαλμα υπήρχαν δύο λυχνοστάτες που υποβαστούσαν τις λαμπάδες, οι οποίες υποδήλωναν την πύρινη φύση της.
Το δημόσιο κτίριο που σε πολλές ελληνικές πόλεις στέγαζε την υπηρεσία για την συντήρηση της Ιερής Φωτιάς ονομαζόταν Πρυτανείο, το οποίο χρησίμευε και για πολλούς άλλους σκοπούς. Αυτό το οικοδόμημα είχε κυκλικό σχήμα και είχε στο κέντρο του βωμό της Εστίας που έκαιγε συνεχώς το πυρ της πόλεως. Εκεί υποδέχονταν τους πρεσβευτές και τους διακεκριμένους ξένους, μερικές φορές γίνονταν οι συνεδριάσεις των δικαστηρίων. Θεωρείτο μεγάλη τιμή για έναν πολίτη να τρέφεται στο Πρυτανείο με έξοδα του κράτους. Όταν οι πολίτες έφευγαν από την πόλη τους με σκοπό να ιδρύσουν αποικία σε κατάλληλο μέρος έπαιρναν πάντα μαζί τους φωτιά από την κοινή εστία που προορίζετο για την νέα πόλη που θα ίδρυαν.
Από τον στενό περίβολο της πόλεως η ιδέα αυτή επεκτάθηκε σ’ όλη την Γή, της οποίας οι Δελφοί θεωρούντο ο ομφαλός της, δηλαδή το κέντρο. Η παράδοση λέει πως δύο αετοί που αφέθηκαν από τον Δία εκ των δύο άκρων της Γής, από Ανατολή και Δύση συναντήθηκαν πετώντας στους Δελφούς. Στο Ιερό του Δελφικού Απόλλωνος υπήρχε βωμός της Εστίας, αντικείμενο ιδίου σεβασμού, μέσα από τον οποίο έβλεπαν την «κοινή εστία» της Ελλάδος και του κόσμου. Ο Γάλλος συγγραφέας Martin αναφέρει πως «Η Εστία των Δελφών υπολαμβάνεται κατέχουσα επί της κυκλικής και ομαλής επιφάνειας της Γής και υπό τον θόλο του ουρανού θέση όμοια της οικιακής εστίας, καλουμένης εξαιτίας τούτου μεσομφάλου, ως κατεχούσης το μέσον του ορόφου στις παλαιές οικίες της Ελλάδος. Μέσα στον ναό των Δελφών, δίπλα από την Ιερή Εστία, βρισκόταν ο λίθος ομφαλός, ο οποίος αναμφίβολα υποτίθεται πως έδειχνε το ακριβές σημείο του γήινου δίσκου».
Αυτή η θρησκευτική ιδέα της Εστίας, εξερχόμενη από την κατοικία της οικογενείας, με τον τρόπο που επεκτάθηκε σ’ όλο τον κόσμο, απέκτησε κοσμογραφικό χαρακτήρα μεταβάλλοντας την αρχική φύση αυτής της θεότητας. Οι δοξασίες των Ελλήνων που εκφράζονται από τον Όμηρο και τον Ησίοδο δεν απέδιδαν στην Γή σχήμα σφαιρικό. Είκαζαν πως είχε σχήμα δίσκου, του οποίου η περιφέρεια περιβάλλεται από τον ποταμό Ωκεανό και αυτόν τον καλύπτει ο στερεός Ουράνιος Θόλος. Οι δοξασίες αυτές υπήρχαν και επί Πλουτάρχου. Έλεγαν τότε ότι η φιλόξενη τράπεζα, καλούμενη από άλλους Εστία, φαινόταν σαν «μίμημα Γής».
Η φιλόξενη τράπεζα που αναφέρει ο Πλούταρχος ήταν η κυκλική τρίποδη τράπεζα που χρησιμοποιείτο αρχικά από τους Έλληνες, της οποίας ο δίσκος ήταν η ακριβής απομίμηση του γήινου δίσκου. Η ορισμένη θέση της Εστίας στους Δελφούς αποδεικνύει ότι οι αρχαίοι πίστευαν πως στο πάχος του δίσκου υπάρχει κεντρικό πυρ. Η αιώνια αυτή εστία, αρχή κάθε γήινης ύπαρξης δεν είναι άλλη από την Εστία. Υπάρχουν εικασίες ότι η Θεά Εστία αντλούσε την καταγωγή της από την λατρεία της Θεάς Γαίας. Αυτό δείχνει το σχήμα των αφιερωμένων σε αυτήν οικοδομών. Στην Ελλάδα, τα Πρυτανεία που διατηρούσαν μέσα το πυρ της Εστίας ήταν κυκλικές οικοδομές. Στην Ρώμη, ο αρχαίος ναός της Vesta ήταν επίσης κυκλικός περίβολος που είχε στο κέντρο τον βωμό που έκαιγε το Ιερό Πυρ, περιβαλλόμενος από κίονες που υποβαστούσαν τον θόλο. Εικόνα της κυκλικής και ομαλής Γής που έχει το Ιερό Πυρ της Εστίας στο μέσον της επιφάνειάς της και τον Ουράνιο Θόλο από πάνω. Αυτή η ταυτότητα της Εστίας δεν είναι όψιμη εφεύρεση της κοσμολογικής φιλοσοφίας των Ελλήνων, αλλά διατυπώθηκε από τον 5ο αιώνα π.α.χ.χ. Ο Ευριπίδης αναφέρει «κ’ Γαία μήτερ, Εστίαν δε σ’ οι σοφοί βροτών καλούσιν ημένην εν αιθέρι» δηλαδή «οι σοφοί ονομάζουν Εστία την Γαία - Μητέρα, γιατί εδρεύει ακίνητη στο κέντρο του αιθέρα». Οι σοφοί στους οποίους αναφέρεται ο ποιητής είναι αναμφίβολα οι Ορφικοί, που αναπαριστούν συχνά αυτές τις ιδέες. Αν και δεν ήταν οι ιδρυτές αυτής της δοξασίας παρόλα αυτά συνέτειναν ως προς τη διάδοσή της. Οι ύμνοι διαφυλάσσοντας πιστά την παράδοση αυτών των ιδεών, περιγράφουν την Εστία, θυγατέρα του ισχυρού Κρόνου να διαμένει στην κεντρική κατοικία του αέναου πυρός, κατοικία των μακάρων Θεών και κραταιό στήριγμα των θνητών. Αλλά κατά τους Ορφικούς και τους Πυθαγορείους, οι οποίοι έχουν πολλές σχέσεις μεταξύ τους, η σημασία της Εστίας διευρύνεται. Δεν είναι μόνον η Γή που κατέχει στο κέντρο της το Πυρ. Πηγή της ζωής είναι η Γή θεωρούμενη σε αυτή τη θέση, η οποία βρίσκεται μέσα στον κόλπο του Σύμπαντος.
Ο θρόνος της Εστίας είναι η «κεντρική έδρα του κόσμου», η δε έδρα αυτή είναι ακίνητη, ενώ τα άλλα ουράνια σώματα εκτελούν τις περιστροφές τους. Αυτός ο χαρακτήρας της Εστίας επεξηγεί εν μέρει, τον σχετικό μύθο της παρθενίας της. Εάν η Εστία είναι Θεά παρθένος δεν είναι απλά και μόνο επειδή το πυρ είναι το κατ’ εξοχήν καθαρό στοιχείο, είναι διότι η Γή εξαιτίας της σταθερότητάς της δεν έχει σχέση προς τα κινητά στοιχεία του Ουρανού. Ο Απόλλων, ο Ήλιος που όλη μέρα την θαυμάζει ερωτικά, δεν είναι ποτέ δυνατόν να την φτάσει διότι βυθίζεται στον Ωκεανό. Έτσι και ο Ποσειδών που αγαπά την Εστία, η οποία διαβρέχεται από τα κύματά του, μόλις που αγγίζει το θείο σώμα της. Είναι δε απαγορευμένο να εισδύσει στον κόλπο της Γής, μέχρι την πηγή του πυρός όπου διαμένει η Θεά. Οι Στωϊκοί εξέφρασαν παραπλήσια με αυτή ιδέα, λέγοντας ότι η Εστία είναι παρθένος διότι η ακινησία δεν είναι ποτέ δυνατόν να γεννήσει. Αντίθετα οι Πυθαγόρειοι όπως ο Φιλόλαος δεν συμφωνούν με την γενική παράδοση, όταν μέσω του «Εστία Κόσμου» δεν εννοούν αυτήν την ίδια τη Γή, στην οποία απέδιδαν κίνηση αλλά σαν ένα σωρό πυρός, ακίνητο στο κέντρο του Σύμπαντος. Αυτές οι σχέσεις των ιδεών εξηγούν πως η Εστία αναμείχθηκε με τις άλλες θεότητες της Γής, την Γαία, την Δήμητρα και την Κυβέλη. Παριστώντας την ενίοτε ως Κυβέλη, γυναίκα που κρατούσαν τα χέρια της τύμπανο, εικόνα του κυκλικού σχήματος της γήινης σφαίρας. Ως Δήμητρα ήταν η αθάνατη πηγή του βίου, η οποία αναπτύσσεται πάνω στην επιφάνεια της Γής. Η ταύτιση της Εστίας με την Μητέρα των Θεών είναι ίσως από τις αιτίες που θεωρήθηκε ως η αρχαιότερη και πλέον σεβαστή από τις θεότητες. Ο Vernant αναφέρει: «η παρθένα όμως Θεά, για ν’ αναλάβει την λειτουργία της μονιμότητας μέσα στον χρόνο, πρέπει να εμφανίζεται επίσης ως μητέρα». Σχετικά με αυτό και όπως αναφέρθηκε παραπάνω Ευριπίδης, ταυτίζοντας την Γή με την Εστία, χρησιμοποιεί ακριβώς την έκφραση Γαία - Μήτηρ. Η Εστία αντιπροσωπεύει λοιπόν, την πατρική γενιά και την γυναίκα ως παρθένα, και την γυναίκα ως τεκνοποιητική δύναμη και «δεξαμενή» ζωής. Ο Πορφύριος υπογραμμίζει αυτή την πολικότητα, υποδεικνύοντας πως υπάρχουν όχι μία, αλλά δύο μορφές της Εστίας: «από την μια μεριά ο παρθενικός τύπος αλλά από την άλλη επίσης μια που η Εστία είναι δύναμη γονιμότητας (γόνιμος), ο τύπος της κυράς με τους πεταχτούς μαστούς (γυναικός προμάστου)». Εν γένει, η Εστία υποδηλώνει αλληλοδιαδοχικά και μέσω σειράς ιδεών, τον κύκλο που ευρύνεται αδιαλείπτως, την εστία που βρίσκεται στο κέντρο του βωμού, την εστία στο μέσον της πόλεως, της Ελλάδος, το κεντρικό πυρ της Γής και τέλος την Γή, στερεά και ακίνητη εστία του Σύμπαντος. Διακρίνεται από τις άλλες θεότητες της φωτιάς μέσω των κοσμογραφικών ιδεών που προσαρμόζονται στο όνομα αυτής και μέσω της ηθικής ιδέας της στασιμότητας και αγιότητας του οικογενειακού βίου, του οποίου είναι το σύμβολο.
Η τελετουργία των «Αμφιδρομίων» που γίνονταν κατά την 5η ή 10η ημέρα από την γέννηση ενός παιδιού και συμπίπτει με την ονοματοδοσία του, πραγματοποιείται για την αναγνώριση του νεογέννητου από τον πατέρα και σκοπό έχει να εντάξει το παιδί στον χώρο του Οίκου, να το συνδέσει με την Εστία. Το τυπικό της τελετής περιλαμβάνει την περιφορά του βρέφους από τον πατέρα του, γύρω από την Εστία. Ο Βλάσης Ρασσιάς στο βιβλίο του «Εορτές και Ιεροπραξίες των Ελλήνων» λέει: «Οι συγγενείς και οι φίλοι της οικογένειας, φέρνουν από το πρωί γενέθλια δώρα στο νεογέννητο, το οποίο παρουσιάζει η μαία, στολισμένο με χρυσό ή ασημένιο περιδέραιο και κορδέλες, καθώς και με φυλακτά κατά της βασκανίας. Τα πρωινά «Αμφιδρόμια» κλείνουν με θυσία ζώου, το κρέας του οποίου παρατίθεται στο δείπνο, με σπονδές προς τους Εφέστιους Θεούς…» Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι νόμοι του Σπαρτιατικού πολιτεύματος δεν επέτρεπαν την τέλεση των «Αμφιδρομίων» με τον παραδοσιακό τρόπο γιατί το νεογέννητο δεν συνδεόταν με την πατρική εστία αλλά εντάσσετο στην πολιτική κοινότητα των Ομοίων. Η Εστία αρχικά και για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν είχε άγαλμα. Οι λατρευτές αρκούντο να θυσιάζουν σ’ αυτήν πάνω στον βωμό, που έκαιγε το Ιερό Πυρ της Θεάς, όπως και στο Ιερό αυτής στην Ερμιόνη. Η Ιερά Εστία θεωρείτο ως φυσικό άγαλμα της Θεάς. Οι αρχαίοι αναφέρουν πως υπήρχε άγαλμα της Εστίας στο Πρυτανείο των Αθηνών, επίσης στην Ολυμπία το οποίο αποδίδεται στον Γλαύκο τον Αργείο. Άγαλμα αξιόλογης τεχνοτροπίας υπήρχε στην Πάρο αφιερωμένο από τον Τιβέριο, στον ναό της Ομονοίας καθώς και στην Ρώμη φιλοτεχνημένο από τον Σκόπα. Η Θεά ήταν καθιστή, όπως αρμόζει στον αξιοπρεπή και σταθερό χαρακτήρα της και γύρω από το άγαλμα υπήρχαν δύο λυχνοστάτες που υποβαστούσαν τις λαμπάδες, οι οποίες υποδήλωναν την πύρινη φύση της.
Η Εστία καθισμένη σε θρόνο ή όρθια είναι πάντοτε σε κατάσταση πλήρους ακινησίας, η οποία ανταποκρίνεται στην ιδέα που είχαν για την θεότητα αυτή. Το καλύτερο από τα αγάλματα της Θεάς που έχει διασωθεί μέχρι της μέρες μας είναι η Vesta του μεγάρου Ιουστινιάνη, το οποίο πιθανόν να είναι ελληνικής καταγωγής. Η απλή περιβολή που την καλύπτει ολόκληρη, η ακαμψία του υφάσματος του χιτώνα της, το πέπλο που έπεφτε στους ώμους, η επιμελημένη κόμη της και η αυστηρή όψη, πάντα συντελούν στην απεικόνιση θρησκευτικής σοβαρότητας. Ο αριστερός βραχίονας δείχνοντας προς τον ουρανό, από όπου ήρθε το Ιερό Πυρ τής Εστίας, δίνει μόνο φαινομενική κίνηση στην ήρεμη αυτή παράσταση.
Ιερό της χρώμα είναι το λευκό και σύμβολα της η οικιακή φωτιά, ο πέπλος και ο φλεγόμενος κύκλος που συμβολίζει τη συνείδηση του Εαυτού, την αιωνιότητα, την πληρότητα και την ενοποίηση του πολλαπλού, που οι Γνωστικοί αργότερα, απεικόνισαν ως «ουροβόρο όφι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου