Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

ΠΡΩΤΕΑΣ


Ο Πρωτέας ήταν θαλάσσιος δαίμονας. Οι ναυτικοί τον αποκαλούσαν συχνά "Γέροντα της θάλασσας", όπως άλλωστε και τον Φόρκη, τον Νηρέα, τον Τρίτωνα και τον θεωρούσαν προστάτη στα ταξίδια τους. Όπως μας λέει ο Όμηρος, ήταν υποτακτικός του Ποσειδώνα και γνώριζε όλα τα βάθη της θάλασσας και τα μυστικά τους. Επίσης, ήταν προικισμένος με μαντικές ικανότητες και μπορούσε να μεταμορφώνεται σε ό,τι ήθελε, σε ζώο, σε φυτό, σε πουλί, ακόμη και σε φωτιά ή σε νερό.
Σύμφωνα με το μύθο, ο Πρωτέας είχε ανατολίτικη καταγωγή. ’λλοι έλεγαν πως είχε έρθει από τη Φοινίκη μαζί με τον Κάδμο όταν ο Κάδμος αναζητούσε την αδερφή του, την Ευρώπη, που την είχε απαγάγει ο Δίας. Ο Πρωτέας έφτασε τελικά μέχρι την Παλλήνη της Χαλκιδικής. Γνωρίστηκε με το βασιλιά της Σιθωνίας Κλίτο, που τον βοήθησε να ιδρύσει δικό του βασίλειο, διώχνοντας από τη Βισαλτία, μια περιοχή της Θράκης, τους παλιούς άγριους κατοίκους της. Ο Κλίτος του έδωσε επίσης την κόρη του Χρυσονόη για γυναίκα.
Ο Πρωτέας έζησε ειρηνικά στο βασίλειό του, ώσπου ένα τραγικό συμβάν τον τάραξε. Όταν κάποτε ο Ηρακλής πέρασε από εκεί, μονομάχησε με τους δυο γιους του Πρωτέα, τον Πολύγονο (ή Τμώλο) και τον Τηλέγονο, τους οποίους και σκότωσε. Ο Πρωτέας δεν άντεξε και από τη λύπη του έπεσε στη θάλασσα. Οι θεοί τον σπλαχνίστηκαν και τον έκαναν αθάνατο θεό των νερών. Έλεγαν ότι ο Πρωτέας ήταν πάντα ανέκφραστος, ούτε μιλούσε, ούτε γελούσε ποτέ.
Από άλλο μύθο μαθαίνουμε ότι πατρίδα του μπορεί εξίσου να θεωρηθεί και η Αίγυπτος. Λέγεται πως από εκεί ήρθε ο Πρωτέας στη Θράκη, παντρεύτηκε μια νύμφη, την Κορώνη, κι απέκτησε μαζί της δυο γιους. Εκείνοι, όμως, έκαναν κατάχρηση της εξουσίας που είχαν στα χέρια τους και διέπρατταν αδικήματα. Ανάγκαζαν τους ταξιδιώτες να παλεύουν μαζί τους και στο τέλος τους σκότωναν. Ο Πρωτέας αηδιασμένος και νιώθοντας ντροπή για τη συμπεριφορά τους, ζήτησε από τον Ποσειδώνα να τον γυρίσει πίσω στην Αίγυπτο. Ο θεός άκουσε την παράκλησή του και αποφάσισε να τον βοηθήσει, φτιάχνοντάς του ένα δρόμο μέχρι την Αίγυπτο. Ο δρόμος αυτός περνούσε πάνω από τη θάλασσα κι έτσι ο Πρωτέας έφτασε μέχρι εκεί δίχως καν να βραχεί.
Στην "Οδύσσεια" ο Όμήρος αναφέρει ότι ο Πρωτέας κατοικούσε στο νησάκι Φάρος στις μεσογειακές ακτές της Αιγύπτου, στις εκβολές του Νείλου. Όταν ο Μενέλαος επέστρεφε από την Τροία, έχοντας μαζί του την ωραία Ελένη, οι δυνατοί άνεμοι του Αιγαίου τους έφεραν στην Αίγυπτο. Εκεί ο Μενέλαος συνάντησε τυχαία τη σοφή και πρόθυμη κόρη του Πρωτέα, την Ειδοθέα, που του έδωσε οδηγίες για το πώς θα μπορούσε να αποσπάσει από τον πατέρα της χρήσιμες πληροφορίες για το ταξίδι της επιστροφής. Η Ειδοθέα του αποκάλυψε ακόμη ότι ο πατέρας της θα μπορούσε να του πει τι έχει συμβεί στο σπίτι του, ευχάριστο ή δυσάρεστο, όσο αυτός ήταν μακριά.
Ο Μενέλαος στη συνέχεια εφάρμοσε το εξής τέχνασμα, ακολουθώντας τις συμβουλές της: ο ίδιος και άλλοι τρεις σύντροφοί του ντύθηκαν με φρεσκογδαρμένα δέρματα φώκιας και ξάπλωσαν ανάμεσα στις φώκιες του Πρωτέα το καταμεσήμερο.
Αυτή ήταν η ώρα που, όπως όλα τα δαιμονικά της θάλασσας, ο "γέροντας" έβγαινε από το νερό. Συνήθιζε να ξαπλώνει κάτω από μια φαρδιά σπηλιά, ανάμεσα στο κοπάδι του, που κοιμόταν αναδίνοντας τη μυρωδιά του αλμυρού βυθού και της αβύσσου.
Όταν ο Πρωτέας βγήκε από το πέλαγος, μέτρησε τις φώκιες του, αλλά δεν υποψιάστηκε την παγίδα και χώθηκε ανάμεσά τους. Μόλις αποκοιμήθηκε, ο Μενέλαος τον άρπαξε μαζί με τους συντρόφους του και τον κράτησαν σφιχτά. Ο Πρωτέας προσπαθούσε να τους ξεφύγει και μεταμορφώθηκε σε λιοντάρι, σε δράκο, σε τίγρη, σε κάπρο, έπειτα σε δέντρο ακόμη και σε νερό. Εκείνοι, όμως, δεν πτοήθηκαν και δε σταμάτησαν να παλεύουν μαζί του, παρά μόνο αφού άρχισε να παίρνει πάλι τη μορφή που είχε πριν αποκοιμηθεί.
Τότε ο Πρωτέας εξαντλημένος, απάντησε στις ερωτήσεις του Μενέλαου, που έτσι έμαθε πως, για να του φανερώσουν οι θεοί το δρόμο της επιστροφής, έπρεπε να ανεβεί τον Νείλο και να τους προσφέρει εκατόμβη, δηλαδή θυσία εκατό βοδιών. Επίσης, ότι δεν του ήταν γραφτό να πεθάνει, γιατί ο Δίας τον θεωρούσε γαμπρό του, λόγω της Ελένης, και θα του φερόταν πολύ ευνοϊκά· θα τον οδηγήσει μετά θάνατο στα Ηλύσια πεδία.
Τέλος, ο Πρωτέας τον πληροφόρησε και για την τύχη του αδερφού του, του Αγαμέμνονα, που είχε δολοφονηθεί, καθώς και για τους συμπολεμιστές του στην Τροία, τον Οδυσσέα και τον Αίαντα το Λοκρό.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει μια παράδοση που ο ίδιος άκουσε στην Αίγυπτο: ότι ο Πρωτέας δεν ήταν στοιχειό της θάλασσας, αλλά βασιλιάς της Αιγύπτου, την εποχή του Τρωικού πολέμου. Έδρα του ήταν η Μέμφιδα κι έργο του η προστασία των αδικημένων, ενώ δεν είχε μαντικές ικανότητες. Όταν οι άνθρωποί του του έφεραν υπόδικο τον Πάρη, μαζί με την Ελένη και τους θησαυρούς του Μενέλαου, ο Πρωτέας τον φιλοξένησε· επειδή δεν ήθελε να σκοτώνει τους ξένους που έρχονταν στη χώρα του, τον άφησε στο τέλος να πάει πίσω στην Τροία, κράτησε όμως στην Αίγυπτο την Ελένη και το θησαυρό.
Οι Έλληνες πήγαν στην Τροία για να διεκδικήσουν την κλεμμένη βασίλισσα, οι Τρώες απάντησαν πως δε βρισκόταν μαζί τους, όπως και ήταν η αλήθεια, οι Έλληνες αρνήθηκαν να τους πιστέψουν και ο πόλεμος άρχισε.
Μόνο μετά το τέλος του πολέμου και την πτώση της Τροίας οι Έλληνες διαπίστωσαν την απουσία της Ελένης και ο Μενέλαος πήγε στη χώρα του Πρωτέα, για να φέρει πίσω γυναίκα και βιος. Επέστρεψε, έτσι, πίσω στην πατρίδα του δικαιωμένος.
Ο Ευριπίδης στην τραγωδία του "Ελένη" αναφέρει μια ακόμη εκδοχή του μύθου του Πρωτέα: πως η Ελένη δε βρέθηκε στην Αίγυπτο ούτε επειδή ο Πάρης την έφερε, ούτε επειδή ο Πρωτέας την κράτησε. Αυτό που συνέβη ήταν ότι οι ίδιοι οι θεοί τη μετέφεραν εδώ με τη βοήθεια του Ερμή και την εμπιστεύθηκαν στον Πρωτέα. Ο Πάρης, με ένα τέχνασμα των θεών, δε μετέφερε στην Τροία παρά ένα ομοίωμά της από σύννεφο. Κάποια στιγμή ο Πρωτέας πέθανε και στο θρόνο της Αιγύπτου τον διαδέχτηκε ο γιος του Θεοκλύμενος, που πίεζε όμως επίμονα την Ελένη να γίνει γυναίκα του. Εκείνη, απελπισμένη, κατέφυγε στον τάφο του Πρωτέα και εκεί τη βρήκε ο Μενέλαος, που είχε στο μεταξύ φτάσει καραβοτσακισμένος στην Αίγυπτο. Μετά από λίγο οι δυο σύζυγοι αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο, ο κίνδυνος όμως που διατρέχουν είναι μεγάλος, γιατί ο Θεοκλύμενος δεν ήταν φιλόξενος κι ευσπλαχνικός, όπως ο πατέρας του: συνήθιζε να σκοτώνει όλους τους ξένους. Τότε και εδώ επεμβαίνει η Ειδοθέα, η επινοητική και καλόψυχη κόρη του Πρωτέα, που καταστρώνει σχέδιο διαφυγής για το ζευγάρι.
Βλέπουμε ότι το όνομα του Πρωτέα συνδέεται κυρίως με δυο περιοχές, τη Χαλκιδική και την Αίγυπτο. Ως προς την πρώτη δικαιολογημένα τον φαντάζονταν εκεί, επειδή από τα πολύ παλιά χρόνια ήδη η Χαλκιδική φημιζόταν για τις ακτές και το θαλάσσιο πλούτο της· ήταν πολύ ταιριαστή για έναν τέτοιο θαλάσσιο θεό. Όσο για την Αίγυπτο και το νησί Φάρος, βρίσκονταν στα αφρικανικά παράλια, που αποτελούσαν τα όρια του τότε γνωστού κόσμου προς την Ανατολή. Οι αρχαίοι, λοιπόν, τοποθετούσαν τον Πρωτέα ως ορόσημο στην άκρη του κόσμου, όπως τον ’τλαντα στη δύση, στο στενό του Γιβραλτάρ.
Το όνομα "Πρωτέας" είναι μια αρχαία λέξη, που σημαίνει "πρώτος", "πρωτόγονος" και "πρωτογέννητος". Αν αυτό συνδυαστεί με την ικανότητα του Πρωτέα να παίρνει όποια μορφή θέλει, φτάνουμε ίσως στη βαθύτερη κατανόηση του μύθου.
Ο Πρωτέας είναι μια πρώτη μορφή ύλης που διαδοχικά μεταμορφώνεται και δημιουργεί όλες τις άλλες μορφές που αποτελούν τον κόσμο. Είναι η αρχική ουσία, που οι διαφορετικές εκδοχές της έφτιαξαν τα μέρη του σύμπαντος, ο "πρώτος" δαίμονας.

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

ΜΥΚΗΝΑΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ο πολιτισμός που άκμασε στον ελληνικό χώρο κατά την ύστερη εποχή του χαλκού (1600-1100π.Χ.) πήρε το όνομά του από τις Μυκήνες για δύο κυρίως λόγους. Η πόλη αυτή υπήρξε το σπουδαιότερο κέντρο αυτού του πολιτισμού και, ταυτόχρονα, ήταν η πρώτη πόλη του μυκηναϊκού κόσμου που ήρθε στο φως, με τις ανασκαφές του Ερρίκου Σλήμαν, το 1876.
Από τα ευρήματα των βασιλικών τάφων στις Μυκήνες βεβαιωνόμαστε ότι ήδη από τα 1600 π.Χ. ζούσε στην περιοχή ένας λαός δραστήριος και οργανωμένος, που έφθασε στην ακμή του μετά το τέλος του Μινωϊκού πολιτισμού. Γνώριζε τη γραφή, ζούσε με συγκροτημένη διοικητική και κοινωνική οργάνωση, εμπορευόταν και πολεμούσε. Από τις πιο γνωστές πόλεις του μυκηναϊκού πολιτισμού, εκτός από τις Μυκήνες, είναι η Τίρυνθα, η Πύλος. Πολλά πράγματα για την εποχή αυτή μαθαίνουμε από τα Ομηρικά Επη, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Ο Ομηρος ονομάζει τις Μυκήνες "πολύχρυσες", χαρακτηρισμός που αποδίδει τον πλούτο και την ακμή της πόλης. Η έσχατη περίοδος των Μυκηνών είναι συνδεδεμένη με τον Τρωϊκό Πόλεμο, από τις περιπέτειες του οποίου έχει εμπνευστεί όχι μόνον ο Ομηρος, αλλά, πολύ αργότερα και οι μεγάλοι Αθηναίοι τραγωδοί. Ο μυθικός βασιλιάς Αγαμέμνονας και η βασιλική οικογένεια των Ατριδών εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να εμπνέουν και να συγκινούν. Από τα σημαντικότερα δημιουργήματα της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής είναι τα τείχη που περιβάλλουν τις ακροπόλεις. Πολύ γνωστή είναι η λεγόμενη "Πύλη των λεόντων" στην ακρόπολη των Μυκηνών. Ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζουν οι τάφοι όπου οι Μυκηναίοι έθαβαν τους νεκρούς τους. Οι βασιλιάδες και τα μέλη των βασιλικών οικογενειών ενταφιάζονταν στους λεγόμενους "θολωτούς τάφους", ο πιο επιβλητικός από τους οποίους βρίσκεται στις Μυκήνες και είναι γνωστός ως "θησαυρός" ή "τάφος του Ατρέα". Από έναν παρόμοιο τάφο στο χωριό Βαφειό της Λακωνίας αποκαλύφθηκαν τα "κύπελλα του Βαφειού", ολόχρυσα κύπελλα διακοσμημένα με παραστάσεις από κυνήγι ταύρων, που μαρτυρούν τις υψηλές επιδόσεις της εποχής στη μεταλλοτεχνία.
Μετά την αποκρυπτογράφηση της "Γραμμικής Β΄" δε μένει καμιά αμφιβολία ότι ο μυκηναϊκός πολιτισμός είναι ο πρώτος μεγάλος πολιτισμός της ηπειρωτικής Ελλάδας. Οι Μυκηναίοι μιλούσαν ελληνική γλώσσα, λάτρευαν τους ίδιους Θεούς που λάτρευαν αργότερα οι Ελληνες της ιστορικής περιόδου.

ΠΑΝΑΣ



Συχνά στην εύθυμη συντροφιά του Διόνυσου συμμετέχει κι ένας άλλος παράξενος θεός, ο Πάνας. Η μορφή του είναι αλλόκοτη και τρομάζει όσους πλησιάζει. Έτσι, συνήθως ο δύστυχος Πάνας είναι μόνος του. Μόνο στην παρέα των Σάτυρων γίνεται δεκτός μ' ενθουσιασμό, αφού αγαπά κι ο ίδιος το τραγούδι και το χορό.
Ο Πάνας ήταν γιος του αγγελιοφόρου των θεών, του Ερμή. Σ' ένα υπέροχο μέρος της Αρκαδίας έβοσκε τα πρόβατα ενός θνητού ο φτερωτός θεός· ανάμεσα στις ομορφιές της φύσης διέκρινε την ομορφιά της Νύμφης Δρυόπης και την ερωτεύτηκε. Κατάφερε να την κάνει δική του και σύντομα η Νύμφη γέννησε τον καρπό του έρωτά τους.
Το παιδί που γέννησε είχε αποκρουστική όψη: τα πόδια του ήταν πόδια τράγου, το πρόσωπό του καλυπτόταν από πυκνή γενειάδα, τ' αυτιά του ήταν μυτερά και είχε δυο κέρατα στο κεφάλι ανάμεσα στ' ανακατεμένα μαλλιά του. Τρομαγμένη η Δρυόπη τράπηκε σε φυγή εγκαταλείποντας το γιο της. Ο Ερμής που τον λυπήθηκε, τον πήρε στην αγκαλιά του και τον έφερε στην κατοικία των θεών, στον Όλυμπο. Όλοι οι θεοί μόλις τον είδαν άρχισαν να γελούν γοητευμένοι από τη μορφή του και περισσότερο απ' όλους ο θεός του κεφιού, ο Διόνυσος, που με χαρά δέχτηκε να έρθει στη συντροφιά του. Κι επειδή είχαν ευχαριστηθεί οι πάντες όταν τον είδαν, τον ονόμασε Παν.
Ο Πάνας τον περισσότερο καιρό τον περνούσε στη φύση. Τριγυρνούσε ανάμεσα στα βράχια, στα βουνά και στα ρυάκια σκορπώντας στην πλάση τις μελωδίες του σουραυλιού του. Αυτός πρώτος είχε φτιάξει τη σύριγγα, δηλαδή το σουραύλι. Μια ιστορία λέει ότι το έφτιαξε μετά την αποτυχημένη προσπάθειά του να κατακτήσει την όμορφη Νύμφη Σύριγγα. Καθώς την καταδίωκε κι εκείνη προσπαθούσε να του ξεφύγει βρέθηκε μπροστά στον ποταμό Λάδωνα. Η Σύριγγα ικέτευσε το θεό ποταμό να τη γλιτώσει κι εκείνος τη λυπήθηκε· τη στιγμή που ο Πάνας άπλωνε τα χέρια του να την πιάσει, βρέθηκε να κρατά, αντί την ωραία Νύμφη, ένα καλάμι.
Απογοητευμένος ο δύστυχος Πάνας στεκόταν δίπλα στην όχθη του ποταμού κρατώντας το καλάμι· τότε άκουσε τον ήχο του αέρα που περνά μέσα απ' αυτό. Έκοψε κι άλλα καλάμια σε διαφορετικό μήκος, τα ένωσε κλιμακωτά με κερί κι έτσι έφτιαξε τη σύριγγα. Ο Πάνας ήταν πολύ καλός μουσικός· μάγευε με τις μελωδίες του τα ζώα, τα πουλιά, τις Νύμφες του δάσους. Τα τραγούδια του έδιναν ρυθμό στα βήματα κάθε χορευτή. Κάθε στιγμή ήταν έτοιμος για χορό και για γλέντι, είτε με τις Νύμφες είτε με τη συντροφιά του Διόνυσου.
Πάντα στο ένα χέρι του κρατούσε τη σύριγγα, που γι' αυτό λέγεται "αυλός του Πανός" και στο άλλο συνήθως μια γκλίτσα. Ο Πάνας ήταν θεός των τσομπάνηδων. Αυτόν θεωρούσαν ως προστάτη τους οι βοσκοί, αλλά κι όσοι μάχονταν κι αγωνίζονταν δίκαια, γιατί θεωρούσαν ότι με τη βοήθεια του Πάνα θα καταφέρουν να τρέψουν σε φυγή τους εχθρούς τους, να σπείρουν δηλαδή στους αντιπάλους τον πανικό, όπως ονομάστηκε, από το όνομα του θεού, ο φόβος που καταλαμβάνει τους ανθρώπους και που τους κάνει να βλέπουν τη φυγή ως μόνη σωτηρία.
Εκτός από τη Σύριγγα και άλλη φορά προσπάθησε ο άσχημος θεός να κατακτήσει κάποια Νύμφη. Μάταια όμως. Ούτε η Νύμφη Ηχώ, που με τη μελωδική φωνή της τον σαγήνεψε, δε θέλησε να ενωθεί με τον τραγοπόδαρο θεό. Για να την εκδικηθεί έβαλε τους προστατευόμενούς του, τους τσομπάνηδες, να επιτεθούν στην άτυχη Νύμφη. Μόνο η Νύμφη Πίτη δέχτηκε να μείνει μαζί του. Θυμωμένος όμως ο αντίζηλός του, ο Βορέας, την γκρέμισε από ένα βράχο. Η Γη τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε πεύκο. Έτσι, δυστυχώς, κι αυτός ο έρωτάς του έμεινε ανεκπλήρωτος