Τρίτη 10 Μαρτίου 2015

ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ


Ο Πάτροκλος (αρχ.ελλ. Πάτροκλος ή Πατροκλῆς < πατῆρ + κλέος (δόξα), "η δόξα του πατέρα, αυτός που δοξάζει τον πατέρα του" ήταν γιος του Μενοίτιου και εγγονός του Άκτορα και της Αίγινας εξ ου και Ακτορίδης επονομαζόμενος.

Ήταν ο επιστήθιος και ο μοναδικός φίλος του Αχιλλέα, του οποίου ο παππούς, ο Αιακός, ήταν γιος της Αίγινας όπως και ο Μενοίτιος.

Όταν ήταν ακόμη μικρό παιδί και ζούσε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τον Οπούντα της Λοκρίδας, σκότωσε πάνω στο παιχνίδι ένα συνομήλικό του αρχοντόπουλο, τον Κλησώνυμο, το γιο του Αμφιδάμαντα.

Αν και ήταν ανήλικος, ο Πάτροκλος έπρεπε να φύγει από τον τόπο του, γιατί τον βάραινε το αίμα του νεκρού. Έτσι ο πατέρας του τον έφερε στον Πηλέα, που τον ανάθρεψε μαζί με τον Αχιλλέα σαν δικό του παιδί.

Κατά την Ιλιάδα του Ομήρου ο Πάτροκλος συμμετείχε στον Τρωικό Πόλεμο είτε ως φίλος του Αχιλλέα, είτε και ως πρώην μνηστήρας της Ελένης (κατ΄ άλλο μύθο) στον οποίο μάχονταν με ιδιαίτερο θάρρος και τόλμη μέχρι που ο Αχιλλέας, λόγω της γνωστής προστριβής του με τον Αγαμέμνονα αποσύρθηκε στο στρατόπεδό του.

Όταν όμως οι Αχαιοί πιέζονταν δεινά από τους Τρώες, ο Πάτροκλος ζήτησε από τον Αχιλλέα να περιβληθεί αυτός την πανοπλία εκείνου προσδοκώντας ότι θα εκφόβιζε τους Τρώες. Φορώντας λοιπόν την πανοπλία του αδελφικού του φίλου Αχιλλέα και θέλοντας να δώσει μια καλύτερη τύχη στη μάχη εναντίον των Τρώων, επιτίθεται επικεφαλής των Μυρμιδόνων. Στη δραματική εκείνη φάση του αγώνα όπου οι Τρώες είχαν φθάσει στα πλοία των Αχαιών και ήταν έτοιμοι να τα πυρπολήσουν, η θυελλώδης ορμή του Πατρόκλου τους ανάγκασε να επιστρέψουν σχεδόν άτακτα στα τείχη τους. Κατά τη διάρκεια όμως της τρίτης εφόδου που επιχείρησε ο Πάτροκλος για την άλωση της Τροίας ξαφνικά χτυπήθηκε από τον Απόλλωνα και καταλήφθηκε από σκοτοδίνη με συνέπεια να περιέλθει σε κατάσταση αναισθησίας. Στην κατάσταση αυτή πρώτος τον έπληξε ο Εύφορβος εκ των όπισθεν και δεύτερος που επεχείρησε και το θανατηφόρο κτύπημα ήταν ο Έκτορας ο οποίος και στη συνέχεια έγινε κύριος της πανοπλίας του Αχιλλέα. Ακολούθησε σκληρή πάλη Αχαιών και Τρώων πάνω από τη σορό του Πατρόκλου, η οποία και τελικά περιήλθε στα χέρια των πρώτων που τη μετέφεραν στη σκηνή του Αχιλλέα. 



Η θλίψη του Αχιλλέα για το χαμό του επιστήθιου φίλου του ήταν μεγάλη, θρηνώντας δε και ολοφυρόμενος ορκίσθηκε στον εαυτό του εκδίκηση. Η μητέρα του Αχιλλέα, η Θέτις, προφύλαξε το πτώμα του νεκρού Πατρόκλου από την αποσύνθεση ρίχνοντας σ' αυτό αμβροσία, μέχρι που ο Αχιλλέας εκδικούμενος φόνευσε τον Έκτορα και έσυρε το σώμα του με το άρμα του. Στη συνέχεια ο Αχιλλέας έκαψε το νεκρό Πάτροκλο με όλες τις ελληνικές επιτάφιες τιμές. Η δε σποδός του νεκρού συλλέχθηκε σε χρυσή υδρία, δώρο του θεού Διονύσου στη Θέτιδα, το οποίο και απέθεσε στη βάση τύμβου που ανήγειρε, στον οποίο και αργότερα τοποθετήθηκαν και τα λείψανα του Αχιλλέα.

Τέλος οργανώθηκαν λαμπροί επιτάφιοι αγώνες προς τιμήν του Πατρόκλου τα λεγόμενα ἄθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ τα οποία και περιγράφονται στη ραψωδία Ψ της Ιλιάδας.

Ο Όμηρος στην Οδύσσεια περιγράφει επίσης τη συνάντηση του Αχιλλέα και του Πατρόκλου στον Άδη. Κατά δε μια άλλη άποψη του Παυσανία οι δύο ήρωες της Ελληνικής Μυθολογίας συνέχισαν και μετά το θάνατο να ζουν μαζί στη νήσο Λεύκη (Παυσ. ΙΙΙ,19-2).

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ



Στην ελληνική μυθολογία ο Αμφιτρύωνας (Αμφιτρύων) ήταν γιος του Αλκαίου, βασιλιά της Τίρυνθας, και της Αστυδάμειας (ή Λυσιμάχης ή Λαονόμης). Επομένως ο Αμφιτρύωνας ήταν εγγονός του ήρωα Περσέα. Από τον πατέρα του κληρονόμησε τον θρόνο της Τίρυνθας και από τον πεθερό του Ηλεκτρύωνα τον θρόνο των Μυκηνών.

Κυνηγώντας κάποτε ο Αμφιτρύωνας με ένα χοντρό ρόπαλο κάποιο βόδι, σκότωσε κατά λάθος τον Ηλεκτρύωνα, οπότε ο θείος του Σθένελος βρήκε αφορμή να τον διώξει και να σφετερισθεί ο ίδιος τους δύο θρόνους, της Τίρυνθας και των Μυκηνών. Ο Αμφιτρύωνας τότε κατέφυγε στη Θήβα μαζί με τη σύζυγό του Αλκμήνη και τον ετεροθαλή αδελφό τηςΛικύμνιο. Ο βασιλιάς των Θηβών Κρέοντας τους υποδέχθηκε καλά, καθάρισε από το μίασμα του φόνου, με ειδική τελετή, τον Αμφιτρύωνα και έκανε γαμβρό του τον Λικύμνιο. Αλλά και ο Αμφιτρύωνας εξυπηρέτησε τον Κρέοντα λυτρώνοντας τη Θήβα από την τρομερή αλεπού Τευμασία με τον ακατανίκητο σκύλο του.

Οι παραπάνω θα ζούσαν ήρεμα όλη την υπόλοιπη ζωή τους στη Θήβα, αν η Αλκμήνη δεν ζητούσε από τον Αμφιτρύωνα να εκστρατεύσει κατά των Τηλεβοών ή Ταφίων για να τους εκδικηθεί επειδή είχαν σκοτώσει όλα της τα αδέλφια εκτός από τον Λικύμνιο. Με αυτό τον όρο εξάλλου του είχε δώσει την Αλκμήνη ως σύζυγο σε «λευκό γάμο» ο Ηλεκτρύων, δηλαδή να μη την αγγίξει προτού εκδικηθεί τους Ταφίους. Ο Αμφιτρύων αναγκάσθηκε τότε να εκστρατεύσει κατά των Τηλεβοών με συμμάχους τον βασιλιά του Θορικού Αττικής Κέφαλο, τον βασιλιά των Φωκέων Πανοπέα, τον βασιλιά του Άργους Έλειο και τον ίδιο τον Κρέοντα. Η συμμαχία αυτή κατενίκησε τους Τηλεβόες , και σύμφωνα με τον Απολλώδωρο το πέτυχε με την βοήθεια της Κομαιθούς κόρης του βασιλιά Πετρέλαου, η οποία τον είχε ερωτευτεί (Ηρόδοτος Ε 59, Πινδ. Νεμ. Χ 14, Απολλόδωρος Β 4-7).

Στο μεταξύ όμως, μέσα στο ίδιο το σπίτι του Αμφιτρύωνα συνέβαινε κάτι που δεν θα το φανταζόταν: Ο θεός Δίας, έχοντας πάρει τη μορφή του Αμφιτρύωνα, παραπλάνησε την Αλκμήνη και κοιμήθηκε μαζί της τρεις ολόκληρες νύκτες, ή μάλλον διέταξε τον Ήλιο να μη βγει για δύο ημέρες, τριπλασιάζοντας έτσι τη διάρκεια μιας νύκτας, ώστε να απολαύσει τον έρωτά του καλύτερα. Επιστρέφοντας ο πραγματικός σύζυγος την επόμενη ημέρα από την εκστρατεία, δεν βρήκε την Αλκμήνη όσο «θερμή» την περίμενε ύστερα από την πολύμηνη απουσία του. Ακούγοντας μάλιστα τις εξηγήσεις της υποψιάσθηκε εύλογα απιστία και απεφάσισε να την κάψει ζωντανή. Αλλά ο Δίας έσβησε με μία καταρρακτώδη βροχή την πυρά και ο Αμφιτρύωνας πείσθηκε τελικώς για ό,τι πραγματικά είχε γίνει, ύστερα και από σχετικές διαβεβαιώσεις του μάντη Τειρεσία. Μετά από εννέα μήνες η Αλκμήνη γέννησε τον Ηρακλή και τον Ιφικλή. Ο πρώτος ήταν γιος του Δία (αφού νήπιο κιόλας στην κούνια του κατόρθωσε να πνίξει δύο φίδια), ενώ ο δεύτερος του Αμφιτρύωνα. Ο Απολλόδωρος αναφέρει (Β 4, 11) ότι ο Αμφιτρύωνας σκοτώθηκε πολεμώντας κατά των Μινυών.

Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

ΗΛΕΚΤΡΥΩΝ Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΣΕΑ




Στην ελληνική μυθολογία ο Ηλεκτρύωνας (Ηλεκτρύων) ήταν γιος του ήρωα Περσέα και της Ανδρομέδας. Υπήρξε πατέρας της Αλκμήνης και συνεπώς παππούς του μέγιστου των ηρώων της ελληνικής μυθολογίας, του Ηρακλή. Επίσης, αδέλφια του ήταν οι Αλκαίος, Σθένελος και Μήστορας.
Ο Ηλεκτρύωνας είχε για σύζυγό του την Ευρυδίκη ή Λυσιδίκη (αμφότερες ήταν κόρες του Πέλοπα) και απέκτησαν μαζί, εκτός από την Αλκμήνη, τους Αμφίμαχο, Αρχέλαο,Γοργόφονο, Κελαινέα, Λυσίνομο, Φιλόνομο και Χειρίμαχο.
Ο Ηλεκτρύωνας είχε και ένα εξώγαμο τέκνο, τον Λικύμνιο, με μια γυναίκα από τη Φρυγία, τη Μιδέα. Μία άλλη εκδοχή ωστόσο, αναφέρει ότι σύζυγος του Ηλεκτρύωνα ήταν η Αναξώ, κόρη του Αλκαίου, δηλαδή η ανιψιά του.
Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο (Β 4,6) ο Ηλεκτρύων, ως βασιλιάς των Μυκηνών, ήρθε σε προστριβές με τους γιους του Πτερελάου, που του έκλεψαν αγελάδες. Στους άρπαγες αντιστάθηκαν οι γιοί του Ηλεκτρύωνα, οι οποίοι όμως σκοτώθηκαν στη συμπλοκή που ακολούθησε, όλοι εκτός από τον Λικύμνιο. Τότε ο τραγικός πατέρας εξεστράτευσε κατά των Τηλεβοών. Φεύγοντας, πάντρεψε τη μοναχοκόρη του με τον Αμφιτρύωνα. Αλλά όταν ο Ηλεκτρύωνας επέστρεψε κάποτε από την εκστρατεία με τις αγελάδες, ο Αμφιτρύωνας τον σκότωσε κατά λάθος ρίχνοντάς του το βαρύ του ρόπαλο. Τότε ο Σθένελος ανέλαβε τον θρόνο των Μυκηνών και εξόρισε τον Αμφιτρύωνα.

Ο ΠΕΡΣΕΑΣ



Ο Περσέας ήταν γιος του Δία και της Δανάης. Ο πατέρας της Δανάης, βασιλιάς του Άργους, Ακρίσιος, είχε λάβει έναν χρησμό, ότι θα τον σκότωνε ο γιος της κόρης του.
Ο Ακρίσιος, φοβούμενος ότι ο χρησμός θα βγει αληθινός, φυλάκισε την Δανάη σε ένα υπόγειο δωμάτιο και έκανε βέβαιο ότι κανένας άνδρας δεν θα μπορούσε να την πλησιάσει. Ο Δίας όμως, ο οποίος είχε γοητευθεί από την ομορφιά και τις αρετές της Δανάης, μεταμορφωμένος σε χρυσή βροχή, μπήκε στην φυλακή της. Η Δανάη μετά από αυτό το γεγονός έφερε στον κόσμο ένα αγόρι, τον Περσέα. Η Δανάη προσπάθησε να κρύψει το παιδί από τον πατέρα της, αλλά όταν ο Ακρίσιος το έμαθε, έβαλε την κόρη του και το παιδί σε ένα ξύλινο κιβώτιο και το πέταξε στην θάλασσα. Τα κύματα έφεραν το κιβώτιο στο νησί της Σερίφου, όπου ο ψαράς Δίκτυς το έφερε στο νησί με τα δίκτυα του και πήρε την Δανάη και τον Περσέα υπό την προστασία του. Ο αδελφός του Δίκτυ και βασιλιάς της Σερίφου, Πολυδέκτης, ο οποίος είχε ερωτευθεί την Δανάη, έστειλε τον Περσέα, να του φέρει το κεφάλι της Μέδουσας, μια από τις τρεις Γοργόνες. Ο Περσέας με την βοήθεια της Αθηνάς, έφθασε στην Λιβύη, όπου βρήκε τις Γραίες, τρεις γυναίκες που μοιράζονταν ένα μάτι και ένα δόντι και ήταν αδελφές των Γοργόνων. Ο Περσέας ακολουθώντας τις οδηγίες της θεάς Αθηνάς, κατάφερε να τους πάρει το μάτι και το δόντι και τις ανάγκασε να του δείξουν τον δρόμο για τις Νύμφες. Αυτές πρόθυμα του έδωσαν τα φτερωτά σανδάλια, την περικεφαλαία του Άδη, η οποία έκανε αυτόν που την φορούσε αόρατο και τον μαγικό σάκο. Ο Περσέας με τα φτερωτά σανδάλια του έφθασε στις ακτές του Ωκεανού, όπου βρήκε τις Γοργόνες να κοιμούνται. Επειδή μια ματιά των Γοργόνων μεταμόρφωνε τους άνδρες σε πέτρα, ο Περσέας χρησιμοποιώντας την ασπίδα του σαν καθρέφτη, με μια γρήγορη κίνηση του σπαθιού που του είχε δώσει ο θεός Ερμής, έκοψε το κεφάλι της Γοργόνας Μέδουσας και το πέταξε μέσα στο μαγικό του σάκο. Αμέσως από τον κομμένο λαιμό ξεπήδησε το φτερωτό άλογο Πήγασος. Οι άλλες δυο Γοργόνες κατεδίωξαν τον Περσέα, ο οποίος ξέφυγε με την βοήθεια της περικεφαλαίας του και έφθασε στην Αιθιοπία. Στην Αιθιοπία, ελευθέρωσε την Ανδρομέδα από το θαλάσσιο τέρας, το οποίο είχε στείλει ο Ποσειδών.  Ο Περσέας το σκότωσε και επέστρεψε μαζί της στην Σέριφο. Στον γυρισμό, μαθαίνοντας ότι κατά την διάρκεια της απουσίας του ο βασιλιάς Πολυδέκτης πίεζε την μητέρα του να τον παντρευτεί, έβγαλε το κεφάλι της Μέδουσας έξω από τον σάκο του και μεταμόρφωσε αυτόν και τους φίλους του σε πέτρες. Ο Περσέας ανέβασε στον θρόνο τον αδελφό του Πολυδέκτη, τον Δίκτυ και έδωσε τα δώρα των Νυμφών στον Ερμή. Το κεφάλι της Μέδουσας το πρόσφερε στην θεά Αθηνά, η οποία το έβαλε στο κέντρο της ασπίδας της. Ο Περσέας με την γυναίκα του Ανδρομέδα και την μητέρα του, επέστρεψαν στο Άργος. Στο μεταξύ, ο βασιλιάς Ακρίσιος φοβούμενος τον χρησμό, για να αποφύγει τον Περσέα, είχε πάει στην Λάρισα της Θεσσαλίας. Όταν ο Περσέας βρήκε τον Ακρίσιο, του έδωσε τον λόγο του, ότι δεν επρόκειτο να του κάνει κακό και τον έπεισε να γυρίσει στο Άργος.  Πριν να αναχωρήσουν, ο Περσέας έλαβε μέρος σε αγώνες και κατά λάθος σκότωσε τον Ακρίσιο, όταν έριξε τον δίσκο. Έθαψε τον παππού του με τιμές και επειδή δεν ήθελε να τον διαδεχθεί στον θρόνο του, έκανε συμφωνία με τον Μεγαπένθη, γιο του Προίτου, να ανταλλάξουν τα βασίλεια τους. Έτσι πήρε το βασίλειο της Τύρινθος αντί του Άργους και αργότερα έκτισε τις Μυκήνες.