Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

Ἡσίοδος Θεογονία


Μουσων λικωνιδων ρχμεθ εδειν,
α θ λικνος χουσιν ρος μγα τε ζθεν τε
κα τε περ κρνην οειδα πσσ παλοσιν
ρχενται κα βωμν ρισθενος Κρονωνος·

κα τε λοεσσμεναι τρενα χρα Περμησσοο                     
ππου κρνης λμειο ζαθοιο
κροττ λικνι χορος νεποισαντο
καλος, μερεντας· περρσαντο δ ποσσν.
νθεν πορνμεναι, κεκαλυμμναι ἠέρι πολλ,
ννχιαι στεχον περικαλλα σσαν εσαι,                         
μνεσαι Δα τ αγοχον κα πτνιαν ρην
ργεην, χρυσοισι πεδλοις μβεβαυαν,
κορην τ αγιχοιο Δις γλαυκπιν θνην
Φοβν τ πλλωνα κα ρτεμιν οχαιραν
δ Ποσειδωνα γαιοχον, ννοσγαιον,                             
κα Θμιν αδοην λικοβλφαρν τ φροδτην
βην τε χρυσοστφανον καλν τε Δινην
Λητ τ απετν τε δ Κρνον γκυλομτην
Ἠῶ τ Ἠέλιν τε μγαν λαμπρν τε Σελνην
Γαῖάν τ κεανν τε μγαν κα Νκτα μλαιναν               
λλων τ θαντων ερν γνος αἰὲν ἐόντων.
Α ν ποθ σοδον καλν δδαξαν οιδν,
ρνας ποιμανονθ λικνος πο ζαθοιο.
Τνδε δ με πρτιστα θεα πρς μθον ειπον,
Μοσαι λυμπιδες, κοραι Δις αγιχοιο·                     
    «Ποιμνες γραυλοι, κκ λγχεα, γαστρες οον,
δμεν ψεδεα πολλ λγειν τμοισιν μοα,
δμεν δ, ετ θλωμεν, ληθα γηρσασθαι.»
    ς φασαν κοραι μεγλου Δις ρτιπειαι·
κα μοι σκπτρον δον δφνης ριθηλος ζον                   
δρψασαι, θηητν· νπνευσαν δ μοι οιδν
θσπιν, να κλεοιμι τ τ σσμενα πρ τ ἐόντα.
Κα μ κλονθ μνεν μακρων γνος αἰὲν ἐόντων,
σφς δ ατς πρτν τε κα στατον αἰὲν εδειν.
λλ τ μοι τατα περ δρν περ πτρην;                    

    Τνη, Μουσων ρχμεθα, τα Δι πατρ
μνεσαι τρπουσι μγαν νον ντς λμπου,
ερεσαι τ τ ἐόντα τ τ σσμενα πρ τ ἐόντα,
φων μηρεσαι· τν δ κματος ῥέει αδ
κ στομτων δεα· γελ δ τε δματα πατρς                   
Ζηνς ριγδοποιο θεν π λειριοσσ
σκιδναμν· χε δ κρη νιφεντος λμπου
δματ τ θαντων. Α δ μβροτον σσαν εσαι
θεν γνος αδοον πρτον κλεουσιν οιδ
ξ ρχς, ος Γαα κα Ορανς ερς τικτεν,                  
ο τ κ τν γνοντο θεο, δωτρες ἐάων.
Δετερον ατε Ζνα, θεν πατρ δ κα νδρν,
ρχμενα θ μνεσι θεα λγουσα τ' οιδς,
σσον φρτατς στι θεν κρτε τε μγιστος.
Ατις δ νθρπων τε γνος κρατερν τε Γιγντων           
μνεσαι τρπουσι Δις νον ντς λμπου
Μοσαι λυμπιδες, κοραι Δις αγιχοιο.
Τς ν Πιερίῃ Κρονδ τκε πατρ μιγεσα
Μνημοσνη, γουνοσιν λευθρος μεδουσα,
λησμοσνην τε κακν μπαυμ τε μερμηρων.                 
ννα γρ ο νυκτς μσγετο μητετα Ζες
νσφιν π θαντων ερν λχος εσαναβανων·
λλ τε δ ῥ᾽ νιαυτς ην, περ δ τραπον ραι
μηνν φθινντων, περ δ ματα πλλ τελσθη,
δ τεκ ννα κορας μφρονας, σιν οιδ                 
μμβλεται ν στθεσσιν, κηδα θυμν χοσαις,
τυτθν π κροττης κορυφς νιφεντος λμπου.

[νθα σφιν λιπαρο τε χορο κα δματα καλ.
Πρ δ ατς Χριτς τε κα μερος οκί᾽ χουσιν
ν θαλίῃς· ρατν δ δι στμα σσαν εσαι                      
μλπονται πντων τε νμους κα θεα κεδν
θαντων κλεουσιν, πρατον σσαν εσαι.]

Α ττ σαν πρς λυμπον γαλλμεναι π καλ,
μβροσίῃ μολπ· περ δ αχε γαα μλαινα
μνεσαις, ρατς δ ποδν πο δοπος ρρει               
νισσομνων πατρα ν· δ οραν μβασιλεει,
ατς χων βροντν δ αθαλεντα κεραυνν,
κρτεϊ νικσας πατρα Κρνον· ε δ καστα
θαντοις διταξεν μς κα πφραδε τιμς.

Τατ ρα Μοσαι ειδον, λμπια δματ χουσαι,      
ννα θυγατρες μεγλου Δις κγεγαυαι,
Κλει τ Ετρπη τε Θλει τε Μελπομενη τε
Τερψιχρη τ ρατ τε Πολμνι τ Ορανη τε
Καλλιπη θ· δ προφερεσττη στν πασων.
γρ κα βασιλεσιν μ αδοοισιν πηδε.                     
ν τινα τιμσωσι Δις κοραι μεγλοιο
γεινμενν τε δωσι διοτρεφων βασιλων,
τ μν π γλσσ γλυκερν χεουσιν ἐέρσην,
το δ πε κ στματος ε μελιχα· ο δ τε λαο
πντες ς ατν ρσι διακρνοντα θμιστας                     
θείῃσι δκσιν· δ σφαλως γορεων
αψ κε κα μγα νεκος πισταμνως κατπαυσεν·
τονεκα γρ βασιλες χφρονες, ονεκα λαος
βλαπτομνοις γορφι μεττροπα ργα τελεσι
ηιδως, μαλακοσι παραιφμενοι πεσσιν.                       
ρχμενον δ ν γνα θεν ς λσκονται
αδο μειλιχίῃ, μετ δ πρπει γρομνοισιν·
τοη Μουσων ερ δσις νθρποισιν.
κ γρ τοι Μουσων κα κηβλου πλλωνος
νδρες οιδο ασιν π χθνα κα κιθαριστα,                   
κ δ Δις βασιλες· δ λβιος, ν τινα Μοσαι
φλωνται· γλυκερ ο π στματος ῥέει αδ.
Ε γρ τις κα πνθος χων νεοκηδι θυμ
ζηται κραδην καχμενος, ατρ οιδς
Μουσων θερπων κλεα προτρων νθρπων                
μνσ μκαρς τε θεος, ο λυμπον χουσιν,
αψ γε δυσφροσυνων πιλθεται οδ τι κηδων
μμνηται· ταχως δ παρτραπε δρα θεων. 



ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Ας αρχίσουμε το τραγούδι με τις Μούσες τις Ελικωνιάδες που κατέχουν τον Ελικώνα, το ιερό και μεγαλόπρεπο βουνό και χορεύουν με τ’απαλά τους πόδια, γυρ’ από την κρήνη με τους μενεξέδες και τον βωμό του μεγαλοδύναμου γυιού του Κρόνου, και σαν λούσουν τα τρυφερά κορμιά τους στον Περμησσό ή στην Ιπποκρήνη ή στον σεβαστό
Ολμειό, στην πιο ψηλή κορφή του Ελικώνα, στήνουν χορούς μαγευτικούς, βάζοντας δύναμη στα πόδια τους. Κι από κει ξεπηδούν μεσ’ τη νύχτα, τυλιγμένες σε πυκνή ομίχλη και πηγαίνουν υμνώντας με πανέμορφη φωνή τον Δία τον Αιγίοχο, την Αργεία την Ήρα τη σεβαστή, τη χρυσοπέδιλη, και την κόρη του Αιγίοχου Δία, τη γλαυκομάτα Αθηνά, τον Φοίβο Απόλλωνα και την τοξεύτρα Άρτεμη, τον αφέντη της γης, τον κοσμοσείστη Ποσειδώνα και τη σεμνή Θέμιδα, την παιχνιδοβλέφαρη Αφροδίτη και τη χρυσοστεφανωμένη Ήβη, την όμορφη Διώνη και τη Λητώ, τον Ιαπετό και τον δόλιο Κρόνο, την Ηώ και τον μέγα Ήλιο, τη λαμπρή Σελήνη και τη Γαία, τον Ωκεανό τον μέγα και τη μαύρη Νύχτα και την ιερή γενιά των αιώνιων άλλων αθανάτων. Αυτές δίδαξαν κάποτε στον Ησίοδο ένα όμορφο τραγούδι, καθώς έβοσκε τ’ αρνιά του κάτω απ’ τον ιερό Ελικώνα. Κι αυτά τα λόγια πρώτα μου αφηγήθηκαν οι Μούσες οι Ολύμπιες, οι κόρες του Δία του Αιγίοχου: «πως εμείς οι αγριοβοσκοί, οι ξεδιάντροποι, που είμαστε μόνο κοιλιές, ξέρουμε ψέμματα πολλά να λέμε που μοιάζουν με αλήθειες, αλλά ξέρουμε, αν το θέλουμε να λέμε και την αλήθεια». Έτσι μίλησαν οι κόρες του μεγάλου Δία με λόγια καθαρά και κόβοντας ένα κλαρί δάφνης, γεμάτο βλαστούς, μου τόδωσαν σκήπτρο. Και μου ενέπνευσαν τραγούδι θεσπέσιο για να τραγουδώ τα μελλούμενα και τα περασμένα και με πρόσταξαν να υμνώ την αιώνια γενιά των μακαρίων, πρώτα όμως ν’ αρχίζω και να τελειώνω το τραγούδι μου μ’ αυτές. Αλλά γιατί μιλάμε για πράγματα που δεν είναι Τόσο σημαντικά; Έλα, ας αρχίσουμε απ’ τις Μούσες που τέρπουν με τους ύμνους τους τη μεγάλη ψυχή του πατέρα Δία πάνω στον Όλυμπο, τραγουδώντας τα τωρινά, τα περασμένα και τα μελλούμενα με φωνή ποιητική, απ’ αυτές που ρέει απ’ το γλυκό τους στόμα τραγούδι χωρίς ποτέ να κουράζονται. Και χαίρονται τα δώματα του πατέρα Δία του βροντερού, όταν γεμίζουν με λουλουδένια φωνή των θεαινών. Κι αντιλαλεί ο χιονισμένος Όλυμπος και τα δώματα των αθανάτων θεών πρώτα, αυτούς που η Γη κι ο μεγάλος Ουρανός γέννησαν κι εκείνους που γέννησαν τους θεούς τους δωρητές μας. Κατόπιν οι θεές αρχίζουν και τελειώνουν το τραγούδι υμνώντας τον Δία τον πατέρα θεών και αν- θρώπων, για την ανωτερότητα του ανάμεσα στους θεούς και την μεγαλοσύνη του. Μετά υμνώντας το γένος των ανθρώπων και των ισχυρών Γιγάντων τέρπουν τη ψυχή του Δία πάνω στον Όλυμπο, οι Μούσες οι Ολύμπιες, οι θυγατέρες του Δία του Αιγιόχου. Τις γέννησε η Μνημοσύνη η κυρά της Ελευθήρος αφού έσμιξε με τον γυιό του Κρόνου στις ακροκορφές τις Πιερίας, για να λησμονούμε τις στενοχώριες μας και να διώχνουν τις έγνοιες. Εννιά νύχτες έσμιγε μαζί τους ο σοφός Δίας ανεβαίνοντας στο ιερό κρεβάτι κρυφά απ’ τους αθάνατους. Μα όταν γύρισε ο χρόνος και κύλισαν οι ώρες και τα φεγγάρια μίκραιναν κι οι μέρες έρχονταν και φεύγαν, του γέννησε εννιά κόρες που είχαν τα ίδια ψυχικά χαρίσματα, που άλλη φροντίδα εκτός το τραγούδι δεν είχαν στην καρδιά τους, ούτε καμμιά έγνοια στη ψυχή και που κατοικούσαν στην πιο ψηλή κορφή του χιονισμένου Ολύμπου. Εκεί, στα ωραία παλάτια γίνονται λαμπροί χοροί και δίπλα κατοικούν οι Χάριτες κι ο Ίμερος, μέσα στη χαρά. Κι εκτοξεύοντας απ’ το στόμα τους φωνή μαγευτική, τραγουδούν τους νόμους των πάντων, και των αθανάτων τα ιερά ήθη διαλαλούν, εκτοξεύοντας τη μαγευτική φωνή τους. Και τότε κινήσαν για τον Όλυμπο και χαιρόντουσαν την όμορφη φωνή τους με το θαυμάσιο τραγούδι, και τριγύρω αντιλαλούσε απ’ τους ύμνους η μαύρη γη και μαγευτικοί ήχοι έβγαιναν απ’ το περπάτημά τους, καθώς τραβούσαν για τον πατέρα τους που βασιλεύει στον ουρανό, που αυτός μονάχος του κατέχει τη βροντή και τον φλογερό κεραυνό, που με τη δύναμη του νίκησε τον πατέρα του τον Κρόνο και που με σοφία τακτοποίησε τα των αθανάτων κι έδωσε αξιώματα. 


Αυτά λοιπόν τραγουδούσαν οι Μούσες που μένουν στα Ολύμπια παλάτια, οι εννέα θυγατέρες του μεγάλου Δία, η Κλειώ, η Ευτέρπη, η Θάλεια, η Μελπομένη, η Τερψιχόρη, η Ερατώ, η Πολύμνοια, η Ουρανία κι η Καλλιόπη, αυτή που ξεχωρίζει απ’ όλες. Αυτή που συναναστρέφεται με βασιλιάδες. Κι όποιον απ’ τους βασιλιάδες που έχει ορίσει ο Δίας τον τιμήσουν οι μεγάλες θυγατέρες του και δουν τη γέννησή του με καλό μάτι, γλυκειά δροσιά του στάζουν στη γλώσσα και βγαίνουν απ’ το στόμα του λόγια γλυκά. Κι όλος ο λαός έχει τα μάτια επάνω του καθώς δικάζει με δίκαιες αποφάσεις και καθώς αγορεύει με λόγια σίγουρα, σταματά αμέσως τις μεγάλες φιλονικίες με μαστοριά. Διότι έτσι πρέπει να είναι οι σώφρονες βασιλιάδες. Αυτούς που αδικούνται εύκολα να τους ικανοποιούν στις συνεδριάσεις και να τους πείθουν με λόγια απαλά. Κι όταν βαδίζει στη συνεδρίαση τον τιμούν σαν θεό για το μειλίχιο ύφος του και λάμπει ανάμεσα στους συναθροισμένους. Κι αυτό είναι το ιερό δώρο των Μουσών στους ανθρώπους. Διότι χάρη στις Μούσες και τον Απόλλωνα που πετά το τόξο μακρυά, υπάρχουν στη γη τραγουδιστές και κιθαριστές και χάρη στον Δία βασιλιάδες. Κι αυτός που του δείχνουν ευμένεια οι Μούσες είναι ευτυχισμένος και γλυκειά τρέχει η φωνή απ’ το στόμα του. Γιατί αν κάποιος έχει πένθος και πρόσφατη πληγή στα στήθεια, η καρδιά του μαραίνε- ται απ’ τους στεναγμούς, όταν όμως ο τραγουδιστής που υπηρετεί τις Μούσες υμνήσει τις δόξες των πρώτων ανθρώπων και τους μακάριους θεούς που κατέχουν τον Όλυμπο, αμέσως λησμονά τον καϋμό του και δεν θυμάται καμμιά έγνοια. Έτσι γρήγορα τις σκορπούν (τις έγνοιες) τα δώρα των θεαινών.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου