Ὥς φάτο· γήθησεν δὲ μέγα φρεσὶ Γαῖα πελώρη·
Εἷσε δέ μιν κρύψασα λόχῳ· ἐνέθηκε δὲ χερσὶν
ἅρπην καρχαρόδοντα· δόλον δ᾽ ὑπεθήκατο πάντα.
Ἦλθε δὲ νύκτ᾽ ἐπάγων μέγας Οὐρανός, ἀμφὶ δὲ Γαίῃ
ἱμείρων φιλότητος ἐπέσχετο καί ῥ᾽ ἐτανύσθη
πάντη· ὃ δ᾽ ἐκ λοχεοῖο πάις ὠρέξατο χειρὶ
σκαιῇ, δεξιτερῇ δὲ πελώριον ἔλλαβεν ἅρπην
μακρὴν καρχαρόδοντα, φίλου δ᾽ ἀπὸ μήδεα πατρὸς
ἐσσυμένως ἤμησε, πάλιν δ᾽ ἔρριψε φέρεσθαι
ἐξοπίσω· τὰ μὲν οὔ τι ἐτώσια ἔκφυγε χειρός·
ὅσσαι γὰρ ῥαθάμιγγες ἀπέσσυθεν αἱματόεσσαι,
πάσας δέξατο Γαῖα· περιπλομένων δ᾽ ἐνιαυτῶν
γείνατ᾽ Ἐρινῦς τε κρατερὰς μεγάλους τε Γίγαντας,
τεύχεσι λαμπομένους, δολίχ᾽ ἔγχεα χερσὶν ἔχοντας,
Νύμφας θ᾽, ἃς Μελίας καλέουσ᾽ ἐπ᾽ ἀπείρονα γαῖαν.
Μήδεα δ᾽ ὡς τὸ πρῶτον ἀποτμήξας ἀδάμαντι
κάββαλ᾽ ἀπ᾽ ἠπείροιο πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ,
ὣς φέρετ᾽ ἂμ πέλαγος πουλὺν χρόνον, ἀμφὶ δὲ λευκὸς
ἀφρὸς ἀπ᾽ ἀθανάτου χροὸς ὤρνυτο· τῷ δ᾽ ἔνι κούρη
ἐθρέφθη· πρῶτον δὲ Κυθήροισιν ζαθέοισιν
ἔπλητ᾽, ἔνθεν ἔπειτα περίρρυτον ἵκετο Κύπρον.
Ἐκ δ᾽ ἔβη αἰδοίη καλὴ θεός, ἀμφὶ δὲ ποίη
ποσσὶν ὕπο ῥαδινοῖσιν ἀέξετο· τὴν δ᾽ Ἀφροδίτην
[ἀφρογενέα τε θεὰν καὶ ἐυστέφανον Κυθέρειαν]
κικλῄσκουσι θεοί τε καὶ ἀνέρες, οὕνεκ᾽ ἐν ἀφρῷ
θρέφθη· ἀτὰρ Κυθέρειαν, ὅτι προσέκυρσε Κυθήροις·
[Κυπρογενέα δ᾽, ὅτι γέντο πολυκλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ·
ἠδὲ φιλομμηδέα, ὅτι μηδέων ἐξεφαάνθη.
Τῇ δ᾽ Ἔρος ὡμάρτησε καὶ Ἵμερος ἕσπετο καλὸς
γεινομένῃ τὰ πρῶτα θεῶν τ᾽ ἐς φῦλον ἰούσῃ.
Ταύτην δ᾽ ἐξ ἀρχῆς τιμὴν ἔχει ἠδὲ λέλογχε
μοῖραν ἐν ἀνθρώποισι καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσι,
Παρθενίους τ᾽ ὀάρους μειδήματά τ᾽ ἐξαπάτας τε
τέρψιν τε γλυκερὴν φιλότητά τε μειλιχίην τε.
Τοὺς δὲ πατὴρ Τιτῆνας ἐπίκλησιν καλέεσκε
παῖδας νεικείων μέγας Οὐρανός, οὓς τέκεν αὐτός·
φάσκε δὲ τιταίνοντας ἀτασθαλίῃ μέγα ῥέξαι
ἔργον, τοῖο δ᾽ ἔπειτα τίσιν μετόπισθεν ἔσεσθαι.
Έτσι μίλησε κι όλους τους έπιασε δέος και κανένας δεν μιλούσε. Τότε πήρε θάρρος ο πανούργος Κρόνος και μ’ αυτά τα λόγια απάντησε στη σεβάσμια μητέρα του: «Μητέρα σου υπόσχομαι πως εγώ θα εκτελέσω αυτή την πράξη, γιατί δεν λογαριάζω τον ακατανόμαστο πατέρα μας. Αυτός άρχισε πρώτος τις άτιμες πράξεις». Έτσι μίλησε κι αναγάλλιασε μέσα της η πελώρια Γαία. Τον έβαλε να καθίσει σε ενέδρα, του έβαλε στο χέρι το δρεπάνι με τα κοφτερά δόντια και του εξήγησε το δόλιο σχέδιο. Και φέρνοντας τη νύχτα, ήλθε ο μέγας Ουρανός κι ολόγυρα απλώθηκε και σκέπασε τη Γαία με πόθο ερωτικό. Κι απ’ την κρυψώνα του άπλωσε ο γυιός του τ’ αριστερό του χέρι και με το δεξί έπιασε το πελώριο δρεπάνι με τα μακρυά κοφτερά δόντια κι αμέσως έκοψε τα αιδοία του πατέρα του και τα πέταξε πίσω του. Όμως δεν έφυγαν απ’ τα χέρια του μάταια, γιατί όσες στάλες απ’ το αίμα του έπεσαν, τις μάζεψε η Γαία και με το πέρασμα του χρόνου γεννήθηκαν οι κρατερές Ερινύες, οι μεγάλοι Γίγαντες οι λαμπροαρματωμένοι, που κρατούν στα χέρια τους μακρυά κοντάρια κι οι Νύμφες που τις αποκαλούν Μελίες στην απέραντη Γη. Κι αμέσως μόλις έκοψε τα αιδοία με το δρεπάνι τα πέταξε απ’ τη στεριά στον πολυτρικυμισμένο πόντο κι αυτά περιφερόταν στο πέλαγος για πολύ χρόνο. Τριγύρω ανέβαινε λευκός αφρός απ’ τ’ αθάνατα μέλη κι εκεί μέσα αναθράφτηκε μια κόρη. Στην αρχή πήγε προς τα ιερά Κύθηρα και μετά έφτασε στην Κύπρο που βρέχεται από παντού. Εκεί βγήκε η σεβαστή και καλή θεά και γύρω απ’ τα πόδια της τα τρυφερά φύτρωνε χλόη. Αφροδίτη (αφρογεννημένη θεά και ομορφοστεφάνωτη κόρη) την αποκαλούν θεοί και άνθρωποι γιατί μεγάλωσε μέσα στον αφρό και Κυθέρια γιατί πήγε στα Κύθηρα (και Κυπρογεννημένη γιατί γεννήθηκε στην Κύπρο που τη ζώνει η θάλασσα και φιλομηδή γιατί βγήκε απ’ τα αιδοία.) Μόλις γεννήθηκε τη συντρόφευσε ο Έρως και τη Συνόδευσε ο ωραίος Ίμερος καθώς πήγαινε στους άλλους θεούς. Κι αυτή η τιμή της έλαχε απ’ τη Μοίρα απ΄την αρχή, να έχει ανάμεσα στους αθάνατους Θεούς και στους ανθρώπους τα παρθενικά παιχνιδίσματα, τα ξεγελάσματα και τη γλυκειά απόλαυση, την αγάπη και την τρυφερότητα. Κι αυτούς, ο πατέρας τους ο μεγάλος Ουρανός, οργισμένος τους απεκάλεσε Τιτάνες, τους γυιούς που γέννησε, γιατί έλεγε πως τεντώνοντας την αδικία έκαναν ανόσια πράξη που στο μέλλον θα τη ξεπληρώσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου