Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

ΗΣΙΟΔΟΥ ΘΕΟΓΟΝΙΑ 173 - 210



 
   ς φτο· γθησεν δ μγα φρεσ Γαα πελρη·
Εσε δ μιν κρψασα λχ· νθηκε δ χερσν
ρπην καρχαρδοντα· δλον δ πεθκατο πντα.
λθε δ νκτ πγων μγας Ορανς, μφ δ Γαίῃ
μερων φιλτητος πσχετο κα ῥ᾽ τανσθη
πντη· δ κ λοχεοο πις ρξατο χειρ
σκαι, δεξιτερ δ πελριον λλαβεν ρπην
μακρν καρχαρδοντα, φλου δ π μδεα πατρς
σσυμνως μησε, πλιν δ ρριψε φρεσθαι
ξοπσω· τ μν ο τι τσια κφυγε χειρς·
σσαι γρ αθμιγγες πσσυθεν αματεσσαι,
πσας δξατο Γαα· περιπλομνων δ νιαυτν
γενατ ρινς τε κρατερς μεγλους τε Γγαντας,
τεχεσι λαμπομνους, δολχ γχεα χερσν χοντας,
Νμφας θ, ς Μελας καλουσ π περονα γααν.
Μδεα δ ς τ πρτον ποτμξας δμαντι
κββαλ π περοιο πολυκλστ ν πντ,
ς φρετ μ πλαγος πουλν χρνον, μφ δ λευκς
φρς π θαντου χρος ρνυτο· τ δ νι κορη
θρφθη· πρτον δ Κυθροισιν ζαθοισιν
πλητ, νθεν πειτα περρρυτον κετο Κπρον.
κ δ βη αδοη καλ θες, μφ δ ποη
ποσσν πο αδινοσιν ἀέξετο· τν δ φροδτην
[φρογενα τε θεν κα υστφανον Κυθρειαν]
κικλσκουσι θεο τε κα νρες, ονεκ ν φρ
θρφθη· τρ Κυθρειαν, τι προσκυρσε Κυθροις·
[Κυπρογενα δ, τι γντο πολυκλστ ν Κπρ·
δ φιλομμηδα, τι μηδων ξεφανθη.
Τ δ ρος μρτησε κα μερος σπετο καλς
γεινομν τ πρτα θεν τ ς φλον οσ.
Τατην δ ξ ρχς τιμν χει δ λλογχε
μοραν ν νθρποισι κα θαντοισι θεοσι,
Παρθενους τ ὀάρους μειδματ τ ξαπτας τε
τρψιν τε γλυκερν φιλτητ τε μειλιχην τε.
Τος δ πατρ Τιτνας πκλησιν καλεσκε
παδας νεικεων μγας Ορανς, ος τκεν ατς·
φσκε δ τιτανοντας τασθαλίῃ μγα ῥέξαι
ργον, τοο δ πειτα τσιν μετπισθεν σεσθαι.

Έτσι μίλησε κι όλους τους έπιασε δέος και κανένας δεν μιλούσε. Τότε πήρε θάρρος ο πανούργος Κρόνος και μ’ αυτά τα λόγια απάντησε στη σεβάσμια μητέρα του: «Μητέρα σου υπόσχομαι πως εγώ θα εκτελέσω αυτή την πράξη, γιατί δεν λογαριάζω τον ακατανόμαστο πατέρα μας. Αυτός άρχισε πρώτος τις άτιμες πράξεις». Έτσι μίλησε κι αναγάλλιασε μέσα της η πελώρια Γαία. Τον έβαλε να καθίσει σε ενέδρα, του έβαλε στο χέρι το δρεπάνι με τα κοφτερά δόντια και του εξήγησε το δόλιο σχέδιο. Και φέρνοντας τη νύχτα, ήλθε ο μέγας Ουρανός κι ολόγυρα απλώθηκε και σκέπασε τη Γαία με πόθο ερωτικό. Κι απ’ την κρυψώνα του άπλωσε ο γυιός του τ’ αριστερό του χέρι και με το δεξί έπιασε το πελώριο δρεπάνι με τα μακρυά κοφτερά δόντια κι αμέσως έκοψε τα αιδοία του πατέρα του και τα πέταξε πίσω του. Όμως δεν έφυγαν απ’ τα χέρια του μάταια, γιατί όσες στάλες απ’ το αίμα του έπεσαν, τις μάζεψε η Γαία και με το πέρασμα του χρόνου γεννήθηκαν οι κρατερές Ερινύες, οι μεγάλοι Γίγαντες οι λαμπροαρματωμένοι, που κρατούν στα χέρια τους μακρυά κοντάρια κι οι Νύμφες που τις αποκαλούν Μελίες στην απέραντη Γη. Κι αμέσως μόλις έκοψε τα αιδοία με το δρεπάνι τα πέταξε απ’ τη στεριά στον πολυτρικυμισμένο πόντο κι αυτά περιφερόταν στο πέλαγος για πολύ χρόνο. Τριγύρω ανέβαινε λευκός αφρός απ’ τ’ αθάνατα μέλη κι εκεί μέσα αναθράφτηκε μια κόρη. Στην αρχή πήγε προς τα ιερά Κύθηρα και μετά έφτασε στην Κύπρο που βρέχεται από παντού. Εκεί βγήκε η σεβαστή και καλή θεά και γύρω απ’ τα πόδια της τα τρυφερά φύτρωνε χλόη. Αφροδίτη (αφρογεννημένη θεά και ομορφοστεφάνωτη κόρη) την αποκαλούν θεοί και άνθρωποι γιατί μεγάλωσε μέσα στον αφρό και Κυθέρια γιατί πήγε στα Κύθηρα (και Κυπρογεννημένη γιατί γεννήθηκε στην Κύπρο που τη ζώνει η θάλασσα και φιλομηδή γιατί βγήκε απ’ τα αιδοία.) Μόλις γεννήθηκε τη συντρόφευσε ο Έρως και τη Συνόδευσε ο ωραίος Ίμερος καθώς πήγαινε στους άλλους θεούς. Κι αυτή η τιμή της έλαχε απ’ τη Μοίρα απ΄την αρχή, να έχει ανάμεσα στους αθάνατους Θεούς και στους ανθρώπους τα παρθενικά παιχνιδίσματα, τα ξεγελάσματα και τη γλυκειά απόλαυση, την αγάπη και την τρυφερότητα. Κι αυτούς, ο πατέρας τους ο μεγάλος Ουρανός, οργισμένος τους απεκάλεσε Τιτάνες, τους γυιούς που γέννησε, γιατί έλεγε πως τεντώνοντας την αδικία έκαναν ανόσια πράξη που στο μέλλον θα τη ξεπληρώσουν.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου