Νὺξ δ᾽ ἔτεκεν στυγερόν τε Μόρον καὶ Κῆρα μέλαιναν
καὶ Θάνατον, τέκε δ᾽ Ὕπνον, ἔτικτε δὲ φῦλον Ὀνείρων·
— οὔ τινι κοιμηθεῖσα θεὰ τέκε Νὺξ ἐρεβεννή, —
δεύτερον αὖ Μῶμον καὶ Ὀιζὺν ἀλγινόεσσαν
Ἑσπερίδας θ᾽, ᾗς μῆλα πέρην κλυτοῦ Ὠκεανοῖο
χρύσεα καλὰ μέλουσι φέροντά τε δένδρεα καρπόν.
Καὶ Μοίρας καὶ Κῆρας ἐγείνατο νηλεοποίνους,
[Κλωθώ τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον, αἵτε βροτοῖσι
γεινομένοισι διδοῦσιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε,]
αἵτ᾽ ἀνδρῶν τε θεῶν τε παραιβασίας ἐφέπουσιν·
οὐδέ ποτε λήγουσι θεαὶ δεινοῖο χόλοιο,
πρίν γ᾽ ἀπὸ τῷ δώωσι κακὴν ὄπιν, ὅς τις ἁμάρτῃ.
Τίκτε δὲ καὶ Νέμεσιν, πῆμα θνητοῖσι βροτοῖσι,
Νὺξ ὀλοή· μετὰ τὴν δ᾽ Ἀπάτην τέκε καὶ Φιλότητα
Γῆράς τ᾽ οὐλόμενον, καὶ Ἔριν τέκε καρτερόθυμον.
Αὐτὰρ Ἔρις στυγερὴ τέκε μὲν Πόνον ἀλγινόεντα
Λήθην τε Λιμόν τε καὶ Ἄλγεα δακρυόεντα
Ὑσμίνας τε Μάχας τε Φόνους τ᾽ Ἀνδροκτασίας τε
Νείκεά τε ψευδέας τε Λόγους Ἀμφιλλογίας τε
Δυσνομίην τ᾽ Ἀάτην τε, συνήθεας ἀλλήλῃσιν,
Ὅρκον θ᾽, ὃς δὴ πλεῖστον ἐπιχθονίους ἀνθρώπους
πημαίνει, ὅτε κέν τις ἑκὼν ἐπίορκον ὀμόσσῃ.
Νηρέα δ᾽ ἀψευδέα καὶ ἀληθέα γείνατο Πόντος,
πρεσβύτατον παίδων· αὐτὰρ καλέουσι γέροντα,
οὕνεκα νημερτής τε καὶ ἤπιος, οὐδὲ θεμιστέων
λήθεται, ἀλλὰ δίκαια καὶ ἤπια δήνεα οἶδεν·
αὖτις δ᾽ αὖ Θαύμαντα μέγαν καὶ ἀγήνορα Φόρκυν
Γαίῃ μισγόμενος καὶ Κητὼ καλλιπάρῃον
Εὐρυβίην τ᾽ ἀδάμαντος ἐνὶ φρεσὶ θυμὸν ἔχουσαν.
Νηρῆος δ᾽ ἐγένοντο μεγήρατα τέκνα θεάων
πόντῳ ἐν ἀτρυγέτῳ καὶ Δωρίδος ἠυκόμοιο,
κούρης Ὠκεανοῖο, τελήεντος ποταμοῖο,
Πλωτώ τ᾽ Εὐκράντη τε Σαώ τ᾽ Ἀμφιτρίτη τε
Εὐδώρη τε Θέτις τε Γαλήνη τε Γλαύκη τε
Κυμοθόη Σπειώ τε Θόη θ᾽ Ἀλίη τ᾽ ἐρόεσσα
Πασιθέη τ᾽ Ἐρατώ τε καὶ Εὐνίκη ῥοδόπηχυς
καὶ Μελίτη χαρίεσσα καὶ Εὐλιμένη καὶ Ἀγαυὴ
Δωτώ τε Πρωτώ τε Φέρουσά τε Δυναμένη τε
Νησαίη τε καὶ Ἀκταίη καὶ Πρωτομέδεια
Δωρὶς καὶ Πανόπεια καὶ εὐειδὴς Γαλάτεια
Ἱπποθόη τ᾽ ἐρόεσσα καὶ Ἱππονόη ῥοδόπηχυς
Κυμοδόκη θ᾽, ἣ κύματ᾽ ἐν ἠεροειδέι πόντῳ
πνοιάς τε ζαέων ἀνέμων σὺν Κυματολήγῃ
ῥεῖα πρηΰνει καὶ ἐυσφύρῳ Ἀμφιτρίτῃ,
Κυμώ τ᾽ Ἠιόνη τε ἐυστέφανός θ᾽ Ἁλιμήδη
Γλαυκονόμη τε φιλομμειδὴς καὶ Ποντοπόρεια
Ληαγόρη τε καὶ Εὐαγόρη καὶ Λαομέδεια
Πουλυνόη τε καὶ Αὐτονόη καὶ Λυσιάνασσα
[Εὐάρνη τε φυήν τ᾽ ἐρατὴ καὶ εἶδος ἄμωμος]
καὶ Ψαμάθη χαρίεσσα δέμας δίη τε Μενίππη
Νησώ τ᾽ Εὐπόμπη τε Θεμιστώ τε Προνόη τε
Νημερτής θ᾽, ἣ πατρὸς ἔχει νόον ἀθανάτοιο.
Αὗται μὲν Νηρῆος ἀμύμονος ἐξεγένοντο
κοῦραι πεντήκοντα, ἀμύμονα ἔργα ἰδυῖαι.
Θαύμας δ᾽ Ὠκεανοῖο βαθυρρείταο θύγατρα
ἠγάγετ᾽ Ἠλέκτρην· ἣ δ᾽ ὠκεῖαν τέκεν Ἶριν
ἠυκόμους θ᾽ Ἁρπυίας Ἀελλώ τ᾽ Ὠκυπέτην τε,
αἵ ῥ᾽ ἀνέμων πνοιῇσι καὶ οἰωνοῖς ἕμ᾽ ἕπονται
ὠκείῃς πτερύγεσσι· μεταχρόνιαι γὰρ ἴαλλον.
Φόρκυϊ δ᾽ αὖ Κητὼ Γραίας τέκε καλλιπαρῄους
ἐκ γενετῆς πολιάς, τὰς δὴ Γραίας καλέουσιν
ἀθάνατοί τε θεοὶ χαμαὶ ἐρχόμενοί τ᾽ ἄνθρωποι,
Πεμφρηδώ τ᾽ ἐύπεπλον Ἐνυώ τε κροκόπεπλον,
Γοργούς θ᾽, αἳ ναίουσι πέρην κλυτοῦ Ὠκεανοῖο
ἐσχατιῇ πρὸς Νυκτός, ἵν᾽ Ἑσπερίδες λιγύφωνοι,
Σθεννώ τ᾽ Εὐρυάλη τε Μέδουσά τε λυγρὰ παθοῦσα.
Ἥ μὲν ἔην θνητή, αἳ δ᾽ ἀθάνατοι καὶ ἀγήρῳ,
αἱ δύο· τῇ δὲ μιῇ παρελέξατο Κυανοχαίτης
ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν.
Τῆς δ᾽ ὅτε δὴ Περσεὺς κεφαλὴν ἀπεδειροτόμησεν,
ἔκθορε Χρυσαωρ τε μέγας καὶ Πήγασος ἵππος.
Τῷ μὲν ἐπώνυμον ἦεν, ὅτ᾽ Ὠκεανοῦ περὶ πηγὰς
γένθ᾽, ὃ δ᾽ ἄορ χρύσειον ἔχων μετὰ χερσὶ φίλῃσιν.
Χὠ μὲν ἀποπτάμενος προλιπὼν χθόνα, μητέρα μήλων,
ἵκετ᾽ ἐς ἀθανάτους· Ζηνὸς δ᾽ ἐν δώμασι ναίει
βροντήν τε στεροπήν τε φέρων Διὶ μητιόεντι.
Χρυσάωρ δ᾽ ἔτεκεν τρικέφαλον Γηρυονῆα
μιχθεὶς Καλλιρόῃ κούρῃ κλυτοῦ Ὠκεανοῖο.
Τὸν μὲν ἄρ᾽ ἐξενάριξε βίη Ἡρακληείη
βουσὶ παρ᾽ εἰλιπόδεσσι περιρρύτῳ εἰν Ἐρυθείῃ
ἤματι τῷ ὅτε περ βοῦς ἤλασεν εὐρυμετώπους
Τίρυνθ᾽ εἰς ἱερὴν διαβὰς πόρον Ὠκεανοῖο
Ὄρθον τε κτείνας καὶ βουκόλον Εὐρυτίωνα
σταθμῷ ἐν ἠερόεντι πέρην κλυτοῦ Ὠκεανοῖο.
Ἥ δ᾽ ἔτεκ᾽ ἄλλο πέλωρον ἀμήχανον, οὐδὲν ἐοικὸς
θνητοῖς ἀνθρώποις οὐδ᾽ ἀθανάτοισι θεοῖσιν,
ἐν σπῆι ἔνι γλαφυρῷ θείην κρατερόφρον᾽ Ἔχιδναν,
ἥμισυ μὲν νύμφην ἑλικώπιδα καλλιπάρῃον,
ἥμισυ δ᾽ αὖτε πέλωρον ὄφιν δεινόν τε μέγαν τε
αἰόλον ὠμηστὴν ζαθέης ὑπὸ κεύθεσι γαίης.
Ἔνθα δέ οἱ σπέος ἐστὶ κάτω κοίλῃ ὑπὸ πέτρῃ
τηλοῦ ἀπ᾽ ἀθανάτων τε θεῶν θνητῶν τ᾽ ἀνθρώπων·
ἔνθ᾽ ἄρα οἱ δάσσαντο θεοὶ κλυτὰ δώματα ναίειν.
Κι η Νύχτα γέννησε τον στυγερό Μόρο, τη μαύρη Κήρα και τον Θάνατο και γέννησε τον Ύπνο και τη γενιά των Ονείρων (και τους γέννησε χωρίς να κοιμηθεί με κανέναν η μαύρη Νύχτα). Μετά πάλι τον Μώμο και την οδυνηρή Οιζύ και τις Εσπερίδες που φυλάνε πέρα απ’ τον δοξασμένο Ωκεανό τα χρυσά μήλα και τα δέντρα που τα κάνουν. Και γέννησε τις Μοίρες και τις Κήρες, ανελέητες τιμωρούς (την Κλωθώ, την Λάχεσι και την Άτροπο που δίνουν το καλό και το κακό στους θνητούς όταν γεννιούνται), που κυνηγούν τα παραπτώματα θεών κι ανθρώπων και δεν σταματούν ποτέ οι θεές την τρομερή οργή τους πριν να ξεπληρωσει το χρέος του όποιος έχει αμαρτήσει. Και γέννησε τη Νέμεση, συμφορά για τους θνητούς ανθρώπους η ολέθρια Νύχτα, και μετά την Απάτη και τη Φιλότητα, το καταραμένο Γήρας και την ακατάβλητη Έριδα. Μετά η μισητή Έρις γέννησε τον βασανιστή Πόνο, τη Λήθη, την Πείνα και τις Οδύνες που φέρνουν δάκρυα, τις Συμπλοκές, τις Μάχες, τους Φόνους, τους Ανδροσκοτωμούς, τις Φιλονικίες, τις Ψευδολογίες, τις Διαφωνίες, την Κακονομία, την Άτη που πάνε συνήθως μαζί, και τον Όρκο που τυρρανά τους πιο πολλούς ανθρώπους στη γη, όταν με τη θέλησή τους γίνονται επίορκοι.
Και γέννησε ο Πόντος τον Νηρέα που ποτέ δεν λέει ψέμματα αλλά πάντα την αλήθεια, τον πρωτότοκο απ’ τους γυιούς του. Τον αποκαλούν και Γέροντα γιατί είναι ήπιος και ειλικρινής. Δεν ξεχνά τη νομιμότητα και πάντα δίκαια και αγαθά στοχάζεται. Επίσης σμίγοντας με τη Γαία, γέννησε και τον μεγάλο Θαύμαντα, τον γενναίο Φόρκυ, την ομορφομάγουλη Κητώ και την Ευρυβία που έχει στα στήθεια της ατσάλινη ψυχή. Κι απ’ τον Νηρέα και την ομορφομάλλα Δωρίδα, την κόρη του τέλειου ποταμού του Ωκεανού, γεννήθηκαν αγαπημένα παιδιά θεαινών, μέσα στον ακένωτο πόντο, η Πλωτώ, η Ευκράντη, η Σαώ, η Αμφιτρίτη, η Ευδώρη, η Θέτις, η Γαλήνη, η Γλαύκη, η Κυμοθόη, η Σπειώ, η Θόη, η εράσμια Αλίη, η Πασιθέη, η Ερατώ, η ροδοχέρα Ευνίκη, η χαριτωμένη Μελίτη, η Ευλιμένη, η Αγαυή,. η Δωτώ, η Πρωτώ, η Φέρουσα, η Δυναμένη, η Νησαίη, η Ακταίη, η Πρωτομέδεια, η Δωρίς, η Πανόπεια, η όμορφη Γαλάτεια, η εράσμια Ιπποθόη, η ροδοχέρα Ιππονόη, η Κυμοδόκη, που τα κύματα στον σκοτεινό Πόντο και το φύσημα του μανιασμένου αέρα μαλακώνει μαζί με την Κυματολήγη και την Αμφιτρίτη με τους όμορφους αστραγάλους, η Κυμώ, η Ηιόνη, η ομορφοστεφανωμένη Αλιμήδη, η χαμογελαστή Γλαυκονόμη, η Ποντοπόρεια, η Ληαγόρη, η Ευαγόρη, η Λαομέδεια, η Πουλυνόη, η Αυτονόη, η Λυσιάνασσα, (η Ευάρνη με το ωραίο παράστημα και την αψεγάδιαστη μορφή), η Ψαμάθη με το χαριτωμένο σώμα, η ευγενική Μενίππη, η Νησώ, η Ευπόμπη, η Θεμιστώ, η Προνόη και η Νημερτής που έχει τα μυαλά του αθάνατου πατέρα της. Αυτές απ΄τον άξιο Νηρέα γεννήθηκαν, πενήντα κόρες με γνώσεις για άξια έργα. Ο Θαύμας πήρε την Ηλέκτρα, τη θυγατέρα του Ωκεανού με τα βαθειά ρέματα, κι αυτή γέννησε την γοργοπόδαρη Ίριδα, τις ομοργόμαλλες Άρπυιες, την Αελλώ και την Ωκυπέτη, που με τα γρήγορα φτερά τους τρέχουν όσο το φύσημα του ανέμου και το πέταμα των πουλιών, γιατί μαζί με το χρόνο τρέχουν. Και η Κητώ, γέννησε με τον Φόρκυ τις ομορφομάγουλες Γραίες, γκριζομάλλες απ΄ τη γέννησή τους. Και τις αποκαλούν Γραίες οι αθάνατοι θεοί και οι άνθρωποι εδώ κάτω, την Πεμφρηδώ με τα ωραία πέπλα και την Ενυώ με τα βαθυκίτρινα πέπλα, και τις Γοργόνες που κατοικούν πέρα απ’ τον ξακουστό Ωκεανό στα έσχατα της Νύχτας όπου βρίσκονται και οι Εσπερίδες με την καθάρια φωνή, τη Σθενώ, την Ευρυάλη και τη Μέδουσα που έπαθε πολλά δεινά. Γιατί αυτή ήταν θνητή ενώ οι άλλες δύο αθάνατες κι αγέραστες. Και μ’ αυτήν πλάγιασε ο Ποσειδώνας ο Κυανοχαίτης σε μαλακό λιβάδι μέσα σε ανοιξιάτικα λουλούδια. Όταν ο Περσεύς της έκοψε το κεφάλι ξεπήδησε ο μέγας Χρυσάωρ κι ο Πήγασος ο ίππος. Κι αυτός πήρε το όνομα αυτό επειδή γεννήθηκε κοντά στις πηγές του Ωκεανού, ενώ ο άλλος επειδή κρατούσε χρυσό σπαθί στα λατρεμένα χέρια του. Και πέταξε αυτός αφήνοντας τη γη που τρέφει τα πρόβατα και πήγε στους αθάνατους. Και κατοικεί στο ανάκτορο του Δία και φέρνει την αστραπή και τη βροντή στον σοφό Δία. Και ο Χρυσάωρ γέννησε τον τρικέφαλο Γηρυόνη σμίγοντας με την Καλλιρόη την κόρη του ξακουστού Ωκεανού. Κι αυτόν τον θανάτωσε ο ισχυρός Ηρακλής κοντά στις στριφτόποδες αγελάδες στην Ερύθεια που βρέχεται από παντού, τη μέρα που οδήγησε τις πλατυμέτωπες αγελάδες στην ιερή Τίρυνθα αφού πέρασε το ρέμα του Ωκεανού και σκότωσε τον
Όρθρο και τον βοσκό Ευρυτίωνα, στην κατασκότεινη μάντρα πέρα απ’ τον ξακουστό Ωκεανό. Κι αυτή, μέσα σε μια ωραία σπηλιά, γέννησε άλλο ακαταμάχητο τέρας που δεν μοιάζει ούτε με τους θνητούς ανθρώπους ούτε με τους αθάνατους θεούς, τη θεϊκή Έχιδνα με τη σκληρή καρδιά, τη μισή νύμφη παιχνιδομάτα και με όμορφα μάγουλα κι η άλλη μισή πελώριο φίδι τρομερό και γιγάντιο, στικτό και σαρκοβόρο μέσα στα έγκατα της ιερής γης. Εκεί είναι η σπηλιά της, κάτω απ’ το κοίλωμα ενός βράχου, μακρυά απ΄ τους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους. Εκεί της όρισαν οι θεοί να έχει τη ξακουσμένη κατοικία της.
Όρθρο και τον βοσκό Ευρυτίωνα, στην κατασκότεινη μάντρα πέρα απ’ τον ξακουστό Ωκεανό. Κι αυτή, μέσα σε μια ωραία σπηλιά, γέννησε άλλο ακαταμάχητο τέρας που δεν μοιάζει ούτε με τους θνητούς ανθρώπους ούτε με τους αθάνατους θεούς, τη θεϊκή Έχιδνα με τη σκληρή καρδιά, τη μισή νύμφη παιχνιδομάτα και με όμορφα μάγουλα κι η άλλη μισή πελώριο φίδι τρομερό και γιγάντιο, στικτό και σαρκοβόρο μέσα στα έγκατα της ιερής γης. Εκεί είναι η σπηλιά της, κάτω απ’ το κοίλωμα ενός βράχου, μακρυά απ΄ τους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους. Εκεί της όρισαν οι θεοί να έχει τη ξακουσμένη κατοικία της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου