Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

ΗΣΙΟΔΟΣ ΘΕΟΓΟΝΙΑ 211-304

    Νξ δ τεκεν στυγερν τε Μρον κα Κρα μλαιναν
κα Θνατον, τκε δ πνον, τικτε δ φλον νερων·
— ο τινι κοιμηθεσα θε τκε Νξ ρεβενν, —
δετερον α Μμον κα ιζν λγινεσσαν

σπερδας θ, ς μλα πρην κλυτο κεανοο                 
χρσεα καλ μλουσι φροντ τε δνδρεα καρπν.
Κα Μορας κα Κρας γενατο νηλεοπονους,
[Κλωθ τε Λχεσν τε κα τροπον, ατε βροτοσι
γεινομνοισι διδοσιν χειν γαθν τε κακν τε,]
ατ νδρν τε θεν τε παραιβασας φπουσιν·               
οδ ποτε λγουσι θεα δεινοο χλοιο,
πρν γ π τ δωσι κακν πιν, ς τις μρτ.

Τκτε δ κα Νμεσιν, πμα θνητοσι βροτοσι,
Νξ λο· μετ τν δ πτην τκε κα Φιλτητα
Γρς τ ολμενον, κα ριν τκε καρτερθυμον.            
    Ατρ ρις στυγερ τκε μν Πνον λγινεντα
Λθην τε Λιμν τε κα λγεα δακρυεντα
σμνας τε Μχας τε Φνους τ νδροκτασας τε
Νεκε τε ψευδας τε Λγους μφιλλογας τε
Δυσνομην τ Ἀάτην τε, συνθεας λλλσιν,                     
ρκον θ, ς δ πλεστον πιχθονους νθρπους
πημανει, τε κν τις κν πορκον μσσ.

    Νηρα δ ψευδα κα ληθα γενατο Πντος,
πρεσβτατον παδων· ατρ καλουσι γροντα,
ονεκα νημερτς τε κα πιος, οδ θεμιστων                   
λθεται, λλ δκαια κα πια δνεα οδεν·
ατις δ α Θαμαντα μγαν κα γνορα Φρκυν
Γαίῃ μισγμενος κα Κητ καλλιπρον
Ερυβην τ δμαντος ν φρεσ θυμν χουσαν.

Νηρος δ γνοντο μεγρατα τκνα θεων                       
πντ ν τρυγτ κα Δωρδος υκμοιο,
κορης κεανοο, τελεντος ποταμοο,
Πλωτ τ Εκρντη τε Σα τ μφιτρτη τε
Εδρη τε Θτις τε Γαλνη τε Γλακη τε
Κυμοθη Σπει τε Θη θ λη τ ρεσσα                          
Πασιθη τ ρατ τε κα Ενκη οδπηχυς
κα Μελτη χαρεσσα κα Ελιμνη κα γαυ
Δωτ τε Πρωτ τε Φρουσ τε Δυναμνη τε
Νησαη τε κα κταη κα Πρωτομδεια
Δωρς κα Πανπεια κα εειδς Γαλτεια                          
πποθη τ ρεσσα κα ππονη οδπηχυς
Κυμοδκη θ, κματ ν εροειδι πντ
πνοις τε ζαων νμων σν Κυματολγ
εα πρηνει κα υσφρ μφιτρτ,
Κυμ τ ινη τε υστφανς θ λιμδη                          
Γλαυκονμη τε φιλομμειδς κα Ποντοπρεια
Ληαγρη τε κα Εαγρη κα Λαομδεια
Πουλυνη τε κα Ατονη κα Λυσινασσα
ὐάρνη τε φυν τ ρατ κα εδος μωμος]
κα Ψαμθη χαρεσσα δμας δη τε Μενππη                     
Νησ τ Επμπη τε Θεμιστ τε Προνη τε
Νημερτς θ, πατρς χει νον θαντοιο.
Αται μν Νηρος μμονος ξεγνοντο
κοραι πεντκοντα, μμονα ργα δυαι.
Θαμας δ κεανοο βαθυρρεταο θγατρα                       
γγετ λκτρην· δ κεαν τκεν ριν
υκμους θ ρπυας ελλ τ κυπτην τε,
α ῥ᾽ νμων πνοισι κα οωνος μ πονται
κείῃς πτεργεσσι· μεταχρνιαι γρ αλλον.
    Φρκυϊ δ α Κητ Γραας τκε καλλιπαρους              
κ γενετς πολις, τς δ Γραας καλουσιν
θνατο τε θεο χαμα ρχμενο τ νθρωποι,
Πεμφρηδ τ ἐύπεπλον νυ τε κροκπεπλον,
Γοργος θ, α ναουσι πρην κλυτο κεανοο
σχατι πρς Νυκτς, ν σπερδες λιγφωνοι,                 
Σθενν τ Ερυλη τε Μδουσ τε λυγρ παθοσα.
μν ην θνητ, α δ θνατοι κα γρ,
α δο· τ δ μι παρελξατο Κυανοχατης
ν μαλακ λειμνι κα νθεσιν εαρινοσιν.
    Τς δ τε δ Περσες κεφαλν πεδειροτμησεν,         
κθορε Χρυσαωρ τε μγας κα Πγασος ππος.
Τ μν πνυμον εν, τ κεανο περ πηγς
γνθ, δ ορ χρσειον χων μετ χερσ φλσιν.
Χ μν ποπτμενος προλιπν χθνα, μητρα μλων,
κετ ς θαντους· Ζηνς δ ν δμασι ναει                     
βροντν τε στεροπν τε φρων Δι μητιεντι.
    Χρυσωρ δ τεκεν τρικφαλον Γηρυονα
μιχθες Καλλιρόῃ κορ κλυτο κεανοο.
Τν μν ρ ξενριξε βη ρακληεη
βουσ παρ ελιπδεσσι περιρρτ εν ρυθείῃ                  
ματι τ τε περ βος λασεν ερυμετπους
Τρυνθ ες ερν διαβς προν κεανοο
ρθον τε κτενας κα βουκλον Ερυτωνα
σταθμ ν ερεντι πρην κλυτο κεανοο.
    δ τεκ λλο πλωρον μχανον, οδν οικς        
θνητος νθρποις οδ θαντοισι θεοσιν,
ν σπι νι γλαφυρ θεην κρατερφρον χιδναν,
μισυ μν νμφην λικπιδα καλλιπρον,
μισυ δ ατε πλωρον φιν δεινν τε μγαν τε
αἰόλον μηστν ζαθης π κεθεσι γαης.                        
νθα δ ο σπος στ κτω κολ π πτρ
τηλο π θαντων τε θεν θνητν τ νθρπων·
νθ ρα ο δσσαντο θεο κλυτ δματα ναειν.





Κι η Νύχτα γέννησε τον στυγερό Μόρο, τη μαύρη Κήρα και τον Θάνατο και γέννησε τον Ύπνο και τη γενιά των Ονείρων (και τους γέννησε χωρίς να κοιμηθεί με κανέναν η μαύρη Νύχτα). Μετά πάλι τον Μώμο και την οδυνηρή Οιζύ και τις Εσπερίδες που φυλάνε πέρα απ’ τον δοξασμένο Ωκεανό τα χρυσά μήλα και τα δέντρα που τα κάνουν. Και γέννησε τις Μοίρες και τις Κήρες, ανελέητες τιμωρούς (την Κλωθώ, την Λάχεσι και την Άτροπο που δίνουν το καλό και το κακό στους θνητούς όταν γεννιούνται), που κυνηγούν τα παραπτώματα θεών κι ανθρώπων και δεν σταματούν ποτέ οι θεές την τρομερή οργή τους πριν να ξεπληρωσει το χρέος του όποιος έχει αμαρτήσει. Και γέννησε τη Νέμεση, συμφορά για τους θνητούς ανθρώπους η ολέθρια Νύχτα, και μετά την Απάτη και τη Φιλότητα, το καταραμένο Γήρας και την ακατάβλητη Έριδα. Μετά η μισητή Έρις γέννησε τον βασανιστή Πόνο, τη Λήθη, την Πείνα και τις Οδύνες που φέρνουν δάκρυα, τις Συμπλοκές, τις Μάχες, τους Φόνους, τους Ανδροσκοτωμούς, τις Φιλονικίες, τις Ψευδολογίες, τις Διαφωνίες, την Κακονομία, την Άτη που πάνε συνήθως μαζί, και τον Όρκο που τυρρανά τους πιο πολλούς ανθρώπους στη γη, όταν με τη θέλησή τους γίνονται επίορκοι.
Και γέννησε ο Πόντος τον Νηρέα που ποτέ δεν λέει ψέμματα αλλά πάντα την αλήθεια, τον πρωτότοκο απ’ τους γυιούς του. Τον αποκαλούν και Γέροντα γιατί είναι ήπιος και ειλικρινής. Δεν ξεχνά τη νομιμότητα και πάντα δίκαια και αγαθά στοχάζεται. Επίσης σμίγοντας με τη Γαία, γέννησε και τον μεγάλο Θαύμαντα, τον γενναίο Φόρκυ, την ομορφομάγουλη Κητώ και την Ευρυβία που έχει στα στήθεια της ατσάλινη ψυχή. Κι απ’ τον Νηρέα και  την ομορφομάλλα Δωρίδα, την κόρη του τέλειου ποταμού του Ωκεανού, γεννήθηκαν αγαπημένα παιδιά θεαινών, μέσα στον ακένωτο πόντο, η Πλωτώ, η Ευκράντη, η Σαώ, η Αμφιτρίτη, η Ευδώρη, η Θέτις, η Γαλήνη, η Γλαύκη, η Κυμοθόη, η Σπειώ, η Θόη, η εράσμια Αλίη, η Πασιθέη, η Ερατώ, η ροδοχέρα Ευνίκη, η χαριτωμένη Μελίτη, η Ευλιμένη, η Αγαυή,. η Δωτώ, η Πρωτώ, η Φέρουσα, η Δυναμένη, η Νησαίη, η Ακταίη, η Πρωτομέδεια, η Δωρίς, η Πανόπεια, η όμορφη Γαλάτεια, η εράσμια Ιπποθόη, η  ροδοχέρα Ιππονόη, η Κυμοδόκη, που τα κύματα στον σκοτεινό Πόντο και το φύσημα του μανιασμένου αέρα μαλακώνει μαζί με την Κυματολήγη και την Αμφιτρίτη με τους όμορφους αστραγάλους, η Κυμώ, η Ηιόνη, η ομορφοστεφανωμένη Αλιμήδη, η χαμογελαστή Γλαυκονόμη, η Ποντοπόρεια, η Ληαγόρη, η Ευαγόρη, η Λαομέδεια, η Πουλυνόη, η Αυτονόη, η Λυσιάνασσα, (η Ευάρνη με το ωραίο παράστημα και την αψεγάδιαστη μορφή), η Ψαμάθη με το χαριτωμένο σώμα, η ευγενική Μενίππη, η Νησώ, η Ευπόμπη, η Θεμιστώ, η Προνόη και η Νημερτής που έχει τα μυαλά του αθάνατου πατέρα της. Αυτές απ΄τον άξιο Νηρέα γεννήθηκαν, πενήντα κόρες με γνώσεις για άξια έργα. Ο Θαύμας πήρε την Ηλέκτρα, τη θυγατέρα του Ωκεανού με τα βαθειά ρέματα, κι αυτή γέννησε την γοργοπόδαρη Ίριδα, τις ομοργόμαλλες Άρπυιες, την Αελλώ και την Ωκυπέτη, που με τα γρήγορα φτερά τους τρέχουν όσο το φύσημα του ανέμου και το πέταμα των πουλιών, γιατί μαζί με το χρόνο τρέχουν. Και η Κητώ, γέννησε με τον Φόρκυ τις ομορφομάγουλες Γραίες, γκριζομάλλες απ΄ τη γέννησή τους. Και τις αποκαλούν Γραίες οι αθάνατοι θεοί και οι άνθρωποι εδώ κάτω, την Πεμφρηδώ με τα ωραία πέπλα και την Ενυώ με τα βαθυκίτρινα πέπλα, και τις Γοργόνες που κατοικούν πέρα απ’ τον ξακουστό Ωκεανό στα έσχατα της Νύχτας όπου βρίσκονται και οι Εσπερίδες με την καθάρια φωνή, τη Σθενώ, την Ευρυάλη και τη Μέδουσα που έπαθε πολλά δεινά. Γιατί αυτή ήταν θνητή ενώ οι άλλες δύο αθάνατες κι αγέραστες. Και μ’ αυτήν πλάγιασε ο Ποσειδώνας ο Κυανοχαίτης σε μαλακό λιβάδι μέσα σε ανοιξιάτικα λουλούδια. Όταν ο Περσεύς της έκοψε το κεφάλι ξεπήδησε ο μέγας Χρυσάωρ κι ο Πήγασος ο ίππος. Κι αυτός πήρε το όνομα αυτό επειδή γεννήθηκε κοντά στις πηγές του Ωκεανού, ενώ ο άλλος επειδή κρατούσε χρυσό σπαθί στα λατρεμένα χέρια του. Και πέταξε αυτός αφήνοντας τη γη που τρέφει τα πρόβατα και πήγε στους αθάνατους. Και κατοικεί στο ανάκτορο του Δία και φέρνει την αστραπή και τη βροντή στον σοφό Δία. Και ο Χρυσάωρ γέννησε τον τρικέφαλο Γηρυόνη σμίγοντας με την Καλλιρόη την κόρη του ξακουστού Ωκεανού. Κι αυτόν τον θανάτωσε ο ισχυρός Ηρακλής κοντά στις στριφτόποδες αγελάδες στην Ερύθεια που βρέχεται από παντού, τη μέρα που οδήγησε τις πλατυμέτωπες αγελάδες στην ιερή Τίρυνθα αφού πέρασε το ρέμα του Ωκεανού και σκότωσε τον
Όρθρο και τον βοσκό Ευρυτίωνα, στην κατασκότεινη μάντρα πέρα απ’ τον ξακουστό Ωκεανό. Κι αυτή, μέσα σε μια ωραία σπηλιά, γέννησε άλλο ακαταμάχητο τέρας που δεν μοιάζει ούτε με τους θνητούς ανθρώπους ούτε με τους αθάνατους θεούς, τη θεϊκή Έχιδνα με τη σκληρή καρδιά, τη μισή νύμφη παιχνιδομάτα και με όμορφα μάγουλα κι η άλλη μισή πελώριο φίδι τρομερό και γιγάντιο, στικτό και σαρκοβόρο μέσα στα έγκατα της ιερής γης. Εκεί είναι η σπηλιά της, κάτω απ’ το κοίλωμα ενός βράχου, μακρυά απ΄ τους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους. Εκεί της όρισαν οι θεοί να έχει τη ξακουσμένη κατοικία της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου