Στα τέλη του 19ου αιώνα οι Βούλγαροι μετά την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας και την ανάπτυξη της Εξαρχίας, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να προσαρτήσουν και τη Μακεδονία με τη δικαιολογία ότι αγωνίζονται για την απελευθέρωσή τους από τους Τούρκους και με το σύνθημα «Η Μακεδονία για τους Μακεδόνες» στηρίχθηκαν στους Σλαβόφωνους πληθυσμούς της Μακεδονίας και προσπάθησαν να αλλοιώσουν το φρόνημα και την εθνική συνείδηση των Μακεδόνων. Για το σκοπό αυτό ίδρυσαν δύο κομιτάτα στη Βουλγαρία και έστελναν στη Μακεδονία οπλισμένες οργανωμένες ομάδες, τους κομιτατζήδες, που σύντομα εξαιτίας της αντίδρασης του πληθυσμού κατέφυγαν σε δολοφονίες, ομαδικές σφαγές, εμπρησμούς, κ.α.
Το 1902 η Μακεδονία είχε γεμίσει από κομιτατζήδες. Παρόλα αυτά οι Έλληνες δεν τους ακολούθησαν και οι Τούρκοι στράφηκαν εναντίον όλων. Η Τουρκία αναγκάστηκε υπό την πίεση της Αυστρία και της Ρωσίας να χωρίσει την περιοχή σε 5 ζώνες (Σκοπίων, Μοναστηρίου, Θεσσαλονίκης, Σερρών, Δράμας) με ξένους διοικητές. Στο μεταξύ η δραστηριότητα των Βουλγάρων συνεχιζόταν με όλο και μεγαλύτερη ένταση. Στρέφονταν κυρίως εναντίον των προκρίτων και των δασκάλων, αλλά και εναντίον των άοπλων πληθυσμών. Ολόκληρα χωριά ξεκληρίστηκαν ή αναγκάστηκαν να γίνουν εξαρχικά.
Όπως ήταν φυσικό η αντίδραση της Ελλάδας εκδηλώθηκε νωρίς από τον 19ο αιώνα. Η Εθνική Εταιρεία οργάνωσε τότε αντάρτικες ομάδες, κυριότερη από τις οποίες ήταν του καπετάνιου Μπρούφα. Στα Νοτιοδυτικά επίσης της Μακεδονίας δρούσαν μικρές αντάρτικες ομάδες ντόπιων. Λόγω της ήττας του 1897 οι ελληνικές κυβερνήσεις κατά το διάστημα 1897-1904, που είχε αρχίσει ο ένοπλος αγώνας των Μακεδόνων, δίσταζαν και αδρανούσαν να επέμβουν. Έτσι η αντίσταση αφέθηκε στους ντόπιους οπλαρχηγούς και στις πρωτοβουλίες του Πατριαρχείου. Με την άνοδο το 1990 στο θρόνο του Πατριαρχείου του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄, άρχισαν να τοποθετούνται στη Μακεδονία νέοι, δραστήριοι ιεράρχες, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον Μακεδονικό Αγώνα.
Η κατάσταση αναταραχής στη Μακεδονία συνεχιζόταν και στην ύπαιθρο κυρίως επικρατούσε μεγάλη ανασφάλεια. Συχνά οι κάτοικοι αναγκάζονταν να προσφύγουν στις Τουρκικές Αρχές για να ζητήσουν προστασία από τους Κομιτατζήδες.
Στην Ελλάδα, παρά την αδιαφορία των κυβερνήσεων για την κατάσταση στη Μακεδονία, υπήρχε πάντα το ενδιαφέρον μερικών ανθρώπων για τον Αγώνα, που είχε αρχίσει. Διάφορες οργανώσεις φρόντιζαν για την εκπαίδευση , τα σχολεία, και τους δασκάλους. Και μόνο το 1903, όταν οι ενέργειες των κομιτατζήδων είχαν πια ενταθεί και φθάσει στο απροχώρητο, το επίσημο ελληνικό κράτος αποφάσισε την ίδρυση του Μακεδονικού Κομιτάτου με πρόεδρο τον Καλαποθάκη και τον διορισμό του Λάμπρου Κορομηλά ως Γενικού Προξένου Θεσσαλονίκης. Στην Αθήνα η οικογένεια του Στέφανου Δραγούμη, που καταγόταν από τη Μακεδονία, είχε γίνει το κέντρο ειδήσεων για τη Μακεδονία και το 1902 ο γιός του Στέφανου Ίωνας Δραγούμης τοποθετήθηκε υποπρόξενος στη Μακεδονία. Σο σπίτι των Δραγούμηδων μεγάλωσε το ενδιαφέρον γι αυτόν τον αγώνα, ενός άλλου που από νωρίς είχε δεί καθαρά τι συνέβαινε στη Μακεδονία, του Παύλου Μελά.
Το καλοκαίρι του 1903 αποφασίστηκε αποστολή έντεκα Κρητικών προς τον Καραβαγγέλη, ύστερα από επίμονες ενοχλήσεις του. Την επόμενη χρονιά στάλθηκαν 4 αξιωματικοί εφοδιασμένοι με πλαστά διαβατήρια και ψεύτικα ονόματα για να διαπιστώσουν εάν χρειαζόταν βοήθεια από ην Ελλάδα. Οι Αξιωματικοί αυτοί με επικεφαλή τον Αλέξανδρο Κοντούλη (Σκούρτης) Παύλος Μελάς (Ζέζας), Αναστάσιος Παπούλιας (Τάσος) και Γεώργιος Κολοκοτρώνης (Πάνος) μαζί με Κρητικούς συνοδούς αναχώρησαν με άδεια για την Μακεδονία. Επειδή όμως έγιναν αντιληπτοί από τους Τούρκους αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Αθήνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου