Η αποκάλυψη της βασιλικής ταφικής συστάδας των Τημενιδών αποτελεί ένα
εξαιρετικά σημαντικό γεγονός για την έρευνα της Αρχαίας Μακεδονίας.
Ο 7ος προχριστιανικός αιώνας ήταν μια εξαιρετικά σημαντική στιγμή για το μικρό ακόμη βασίλειο της Μακεδονίας που τότε αναδύθηκε από την ομίχλη του μύθου για να περάσει από την Προϊστορία στην Ιστορία. Οπως βεβαιώνουν Ηρόδοτος και Θουκυδίδης, γύρω στο 650 π.Χ. ο Περδίκκας ο Α από το Αργος, απόγονος του Ηρακλείδη Τήμενου, καταφέρνει να γίνει βασιλιάς των Μακεδόνων, ενός ελληνικού φύλου, συγγενικού με τους Δωριείς, που κατοικούσε στην περιοχή στα νότια του Αλιάκμονα και εγκαθιδρύει τη δυναστεία που θα δώσει στην ελληνική και στην παγκόσμια ιστορία τον Φίλιππο και τον Μεγαλέξανδρο.
Ο 7ος προχριστιανικός αιώνας ήταν μια εξαιρετικά σημαντική στιγμή για το μικρό ακόμη βασίλειο της Μακεδονίας που τότε αναδύθηκε από την ομίχλη του μύθου για να περάσει από την Προϊστορία στην Ιστορία. Οπως βεβαιώνουν Ηρόδοτος και Θουκυδίδης, γύρω στο 650 π.Χ. ο Περδίκκας ο Α από το Αργος, απόγονος του Ηρακλείδη Τήμενου, καταφέρνει να γίνει βασιλιάς των Μακεδόνων, ενός ελληνικού φύλου, συγγενικού με τους Δωριείς, που κατοικούσε στην περιοχή στα νότια του Αλιάκμονα και εγκαθιδρύει τη δυναστεία που θα δώσει στην ελληνική και στην παγκόσμια ιστορία τον Φίλιππο και τον Μεγαλέξανδρο.
Ως τον Αλέξανδρο τον Α (495-454 π.Χ.) εκτός από τα ονόματα των
βασιλιάδων τους ελάχιστες είναι οι πληροφορίες που έχουμε για τους
Μακεδόνες. Ωστόσο ένα είναι βέβαιο: Οι Αιγές ήταν όλα αυτά τα χρόνια η
καρδιά του βασιλείου, η πρώτη μακεδονική πόλη, μια πόλη άρρηκτα
συνδεδεμένη με τη δυναστεία των Τημενιδών που είχαν εδώ όχι μόνο τα
παλάτια αλλά και τους τάφους τους.
Η
έλλειψη αρχαίων γραπτών πηγών για τους Μακεδόνες της Αρχαϊκής εποχής
κάνει ακόμη πιο σημαντικά τα ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης. Με
δεδομένο ότι από την ίδια την πόλη ένα πολύ μικρό τμήμα έχει ανασκαφεί
(περίπου το 1/500) και δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί οι παλαιότερες
φάσεις, η ανακάλυψη της αρχαϊκής νεκρόπολης των Αιγών το 2004 αποτελεί
ένα εξαιρετικά σημαντικό γεγονός για την έρευνα της Αρχαίας
Μακεδονίας.
Οπως είχαμε προβλέψει, αυτή η
νεκρόπολη βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του νεκροταφείου των τύμβων κάτω
από τα σπίτια της Βεργίνας. Ως τώρα ερευνήθηκαν 120 τάφοι, που
χρονολογούνται από το 600 ως το 480 π.Χ. και σχημάτιζαν μικρές, πυκνές
συστάδες που ανήκαν σε οικογένειες.
ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
Επιτύμβια
σήματα δυστυχώς δεν σώθηκαν. Η τρομακτική λεηλασία που υπέστη η
νεκρόπολη των Αιγών από τους γαλάτες μισθοφόρους του Πύρρου το 276
π.Χ. άφησε έντονα τα ίχνη της παντού. Παρ όλα αυτά απέμεινε πληθώρα
ευρημάτων που με απροσδόκητα εντυπωσιακό τρόπο πλουτίζουν τα δεδομένα μας
για τη ζωή και τα έθιμα των Μακεδόνων της Αρχαϊκής εποχής, τις
εμπορικές και τις πολιτισμικές ανταλλαγές τους με τον υπόλοιπο
ελληνικό κόσμο, αλλά και για την ντόπια παραγωγή τεχνουργημάτων
κεραμικής και μεταλλοτεχνίας στο κέντρο του μακεδονικού βασιλείου.
Ακολουθώντας το έθιμο όλοι οι νεκροί παίρνουν μαζί τους ό,τι φορούν
και ό,τι τους χαρακτηρίζει, τα ρούχα και τα στολίδια τους, οι άνδρες
και τα όπλα τους,, τα χαρακτηριστικά και απαραίτητα για τη νεκρική
τελετουργία σκεύη, μυροδοχεία και εξάλειπτρα, και ακόμη ποτήρια και
κανάτια για να σβήνουν την αιώνια δίψα στον Αδη. Αλλά δεν λείπουν και
αντικείμενα που σχετίζονται με τις θρησκευτικές πίστεις και τους
κοινωνικούς συμβολισμούς (επιστόμια ελάσματα, ειδώλια, ομοιώματα
αμαξιών).
Ολα αυτά τα ευρήματα υποβάλλουν
την εντύπωση ότι οι αρχαϊκοί χρόνοι είναι μια εποχή ιδιαίτερης
ευπραγίας για τις Αιγές και παρουσιάζουν στενή συνάφεια σε όλα τα
επίπεδα με τα αντίστοιχα ευρήματα της ορεινής Μακεδονίδας (περιοχή των
Πιερίων), όπου βρισκόταν το αρχαιότατο κέντρο των Μακεδόνων, η Λεβαίη
του Ηροδότου.
Ο πλούτος είναι προφανής,
ιδιαίτερα στα κτερίσματα των βασιλικών ταφικών συστάδων και στους
τάφους των εταίρων, ωστόσο αξίζει να σημειωθεί ότι στα κοσμήματα και στη
χρήση χρυσών διακοσμητικών ελασμάτων, αλλά και στα όπλα και στα
μετάλλινα σκεύη, αντικείμενα ακριβά και κατά συνέπεια σύμβολα κύρους,
παρατηρείται μια δωρική, θα έλεγε κανείς,
αυστηρότητα και λιτότητα, που διαφοροποιεί τα αντικείμενα αυτά από
ανάλογα σύνολα περιοχών εκτός των ορίων του μακεδονικού βασιλείου
(π.χ. Τρεμπένιστε, Νέα Φιλαδέλφεια κ.λπ.)
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΕΜΜΟΝΗ
Με
την έρευνα του αρχαϊκού τμήματός της η εικόνα της νεκρόπολης των Αιγών
συμπληρώνεται κάνοντας ακόμη πιο σαφή τη διαφοροποίηση από το σύνολο
των τριών βασιλικών ταφικών συστάδων, που ξεχωρίζουν όχι μόνο για τα
μεγέθη και τον πλούτο των τάφων τους αλλά και για τον τρόπο ταφής
(καύσεις) και κυρίως για την εμμονή στη χρήση του χώρου που δηλώνει τη
διαχρονία της οικογένειας και ξεπερνά τους δύο αιώνες.
Ως τώρα είναι γνωστές η συστάδα των βασιλισσών δίπλα στη βορειοδυτική
πύλη των Αιγών, η συστάδα του Φιλίππου Β δίπλα στον κύριο οδικό άξονα
και η συστάδα των Τημενιδών που βρίσκεται ανάμεσα από τις δύο
προηγούμενες κοντά στο νεκροταφείο των τύμβων.
Μαζί με την αρχαϊκή νεκρόπολη η βασιλική ταφική συστάδα των
Τημενιδών, όπου έχουν βρεθεί 12 τάφοι, 5 λακκοειδείς, 6 κιβωτιόσχημοι
μνημειακών διαστάσεων και ένας μακεδονικός, που χρονολογούνται από τις
αρχές του 6ου ως το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ., είναι ένα από τα
σημαντικότερα ευρήματα των Αιγών των τελευταίων 15 χρόνων.
Εκτός από το μέγεθος των ίδιων των μνημείων, τα άφθονα κτερίσματα (αγγεία, όπλα, κοσμήματα και χρυσά ελάσματα)
που παρά τη σύληση βρέθηκαν διάσπαρτα μέσα και γύρω από τους τάφους
μαρτυρούν τον ασυνήθιστο πλούτο και την εξέχουσα σημασία των νεκρών.
Σημαντικότερο όμως είναι το γεγονός ότι εδώ αποκαλύφθηκαν τα παλαιότερα (570-530 π.Χ.) τεκμήρια μεγαλοπρεπών ταφικών πυρών των Αιγών που
ανακαλούν εκείνες της Ιλιάδας και προοιωνίζονται τις επιβλητικές
πυρές της βασίλισσας Ευρυδίκης (344/3 π.Χ.) και του Φιλίππου Β (336
π.Χ.).
Η ΑΠΗΧΗΣΗ ΤΩΝ ΟΜΗΡΙΚΩΝ ΕΠΩΝ
Δίπλα
και γύρω από τους τάφους, ανάμεσα σε στάχτες και καμένα χώματα,
ντουζίνες κομμάτια πήλινων, αλλά και χάλκινων αγγείων, μισολιωμένα
χάλκινα κράνη, ασημοκάρφωτα σπαθιά, όπως αυτά του ομηρικού έπους,
ξίφη με ελεφαντοστέινες λαβές και άλλα λυγισμένα, συμβολικά
«νεκρωμένα» για να ακολουθήσουν τον κύριό τους στον Αδη, δόρατα και
ακόντια, ακόμη και ένα χαλινάρι αλόγου, αντικείμενα εξαγνισμένα από το
πυρ του ταφικού ολοκαυτώματος μαρτυρούν αδιάψευστα τη συνέχεια ενός
ταφικού εθίμου που συνδέει άρρηκτα τους Μακεδόνες της αρχαϊκής εποχής
με τον κόσμο του έπους.
Εκτός από τον
μακεδονικό τάφο που χρονολογείται από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. και
πιθανότατα φιλοξενούσε τα οστά του Φιλίππου Γ Αρριδαίου και της
γυναίκας του Ευρυδίκης, είναι πολύ δύσκολο να ταυτίσουμε τους νεκρούς
των αρχαϊκών τάφων της συστάδας. Ωστόσο είναι βέβαιον ότι ανήκαν όλοι
στη βασιλική οι κογένεια, κάποιοι μάλιστα από αυτούς έζησαν και
έδρασαν προτού ανεβεί στον θρόνο ο Αμύντας Α (540-495 π.Χ.), στα
χρόνια του Αέροπου και του Αλκέτα, και όλοι μαζί ηγήθηκαν στους
πολέμους που έκαναν τους Μακεδόνες κύριους στον κάμπο της Βοττιαίας
και στα υψίπεδα της Εορδαίας.
Το μοντέλο
των διακεκριμένων βασιλικών ταφικών συστάδων που παρατηρείται στη
νεκρόπολη των Αιγών βρίσκει παράλληλα στην αρχαϊκή νεκρόπολη της
Αιανής, του κέντρου των Ελιμειωτών, αλλά και στη νεκρόπολη του
Αρχοντικού και πιθανότατα στη νεκρόπολη της Σίνδου απηχώντας την
οργάνωση των φυλετικών βασιλείων της Αρχαϊκής εποχής, τα οποία
ανακαλούν την εικόνα των μικρών «βασιλείων» του ομηρικού έπους, όπως
απαριθμούνται στον «κατάλογο των πλοίων» της Ιλιάδας. Μερικά από αυτά
θα υποταχθούν από τον Αλέξανδρο τον Α και εν τέλει όλα θα
ενσωματωθούν και θα ενοποιηθούν κάτω από τη στιβαρή ηγεσία του Φιλίππου
Β, για να αποτελέσουν το ισχυρό κράτος των Μακεδόνων του 4ου αιώνα.
ΔΡ. ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΟΤΤΑΡΙΔΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ
ΠΗΓΗ: www.vimaideon.gr