Οι Κύκλωπες, μορφές χαρακτηριστικές της Ελληνικής Μυθολογίας, βρίσκονται λειτουργούν και απεικονίζονται με πολλές και διαφορετικές δράσεις σε πολλούς και διαφορετικούς μύθους.
Οι μύθοι της Θεογονίας, της Τιτανομαχίας, ο μύθος του Προίτου, του Περσέα, του Ασκληπιού, οι μύθοι που αναφέρονται στη μαθητεία της Αθηνάς, μύθοι του Ήφαιστου ακόμα και της Άρτεμης δείχνουν τη βαρύτητα της ύπαρξης και δράσης των Κυκλώπων στο γίγνεσθαι της μυθολογούσας συνείδησης των αρχαίων Ελλήνων. Παρουσιάζονται ως πρωταγωνιστές αλλά και θύματα στην πάλη των γενεών για την εξουσία και ενσαρκώνουν τη συμπάθεια του αδικημένου από τη λογική και δράση του πλέγματος της εξουσίας. Απεικονίζονται είτε ως μη ανθρώπινα όντα είτε ως μη ελληνικός λαός με κοινό στοιχείο και στις δύο περιπτώσεις το θαυμασμό που προξενούν λόγω της γνώσης και κατοχής τεχνών και τεχνικών μυστικών. Ο εντυπωσιακότερος μύθος, αυτός του Οδυσσέα με τον Κύκλωπα Πολύφημο, έτσι όπως παρουσιάζεται στην Οδύσσεια, αποτελεί την κορυφαία στιγμή της σύγκρουσης-αντιπαράθεσης του ελληνικού κόσμου και σκέψης με τον μη ελληνικό. Η αντίθεση του Έλληνα – ανθρώπου, που είναι δημιουργός, παράγωγο και φορέας ταυτόχρονα του πολιτισμού και της ταυτότητάς του, με τα μη ελληνικά όντα που λειτουργούν αλληλένδετα με τη φύση χαρακτηρίζει τη δυναμική της αυτοαντίληψης των Ελλήνων όπως αυτή διαμορφώνεται από τη μυθική δημιουργία και συνείδηση.
Στους μύθους της Θεογονίας, η γέννηση των Κυκλώπων κατέχει περίοπτη θέση. Πρώτα γεννήθηκε το Χάος και έπειτα η Γη. Η Γη γέννησε πολλά παιδιά χωρίς ερωτικό πόθο και άλλα αφού πλάγιασε, όπως μας παραδίδει ο μύθος, με τον Ουρανό και με τον Πόντο. Έτσι εμφανίστηκαν οι θεοί που θα κυβερνούσαν τον κόσμο. Στην Ησιόδεια θεογονία η δημιουργία του κόσμου αρχίζει με τη Γη που γεννά αρχικά τα μέρη του σύμπαντος και κατόπιν άλλες επί μέρους θεότητες. Ο μύθος λειτουργεί σαν πρωτόγονη φιλοσοφία όπου με την πιο απλή εποπτική μορφή σκέψης αποτελεί ένα σύνολο από προσπάθειες να κατανοηθεί ο κόσμος, να εξηγηθεί η ζωή και ο θάνατος, η μοίρα και η φύση με τα φαινόμενά της, οι θεοί και οι λατρείες (Παπανούτσος 1973). Η εντύπωση ότι από τη μάζα της γης παρουσιάστηκαν και τα υπόλοιπα τμήματα του σύμπαντος (Ξενοφάνης) υπάρχει ακόμη στην επιστημονική αντίληψη των Ελλήνων στα πρώτα τουλάχιστον στάδια της διαδρομής της.
Οι Κύκλωπες γεννήθηκαν από τη Γη και τον Ουρανό (Ησίοδος) ατρόμητοι και κάτοχοι τεχνών και μεγάλων μυστικών. Ο Στερόπης ,ο Βρόντης και ο Άργης ήταν οι τρεις πρώτοι Κύκλωπες με αρχέγονη θεϊκή υπόσταση οι οποίοι αργότερα χάρισαν στο Δία τη βροντή και τον κεραυνό. Όμοιοι και ισάξιοι των θεών, εμφανίζονται ε μοναδική διαφορά την ύπαρξη ενός μόνο και μάλιστα κυκλικού ματιού στο κέντρο του μετώπου. Χαρακτηρίζονται άγριοι, ικανοί οικοδόμοι γιγαντιαίων (Απολλόδωρος) τειχών και αρχισιδηρουργοί στη Θράκη αρχικά ,στην Κρήτη αργότερα και κατόπιν στη Λυκία. Η αναφορά και σύνδεση αυτών των τόπων με κοινά στοιχεία πολιτισμού όπως η γνώση συγκεκριμένων τεχνών, μας δείχνει ότι υπήρχε στενός πολιτιστικός δεσμός μεταξύ των τόπων αυτών. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τρεις αρχικοί Κύκλωπες δεν φαίνεται να αποκτούν απογόνους[5](Ησίοδος) και παραμένουν ως υπάρξεις απόλυτα αυτόνομες χωρίς καμιά διάθεση να συμβάλλουν στην προώθηση της ζωής ή στη δημιουργία πρωταγωνιστικού ρόλου της οντότητάς τους.
Οι απόγονοι της Γης, οι Τιτάνες, οι Κύκλωπες, οι Γίγαντες και οι Εκατόγχειρες στην αφετηριακή μορφή του μύθου δεν πρέπει να ήταν μορφές – οντότητες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Εδώ έχουμε να κάνουμε με το φαινόμενο εκείνο της μυθοπλασίας όπου δίδεται πρόσωπο και λειτουργίες σε γνωστά φυσικά φαινόμενα και σώματα. Η διαφορετικότητα της μορφής και του ονόματος (πολυμορφία και πολυωνυμία ) έχει να κάνει κυρίως με τις διαδοχικές στο χώρο και το χρόνο μυθοπλασίες της βασικής ιδέας, με τις παραλλαγές του αρχικού μύθου. Ξαναβρίσκουμε τους Κύκλωπες όταν ο Κρόνος ανεβαίνει στο θρόνο του πατέρα του υρανού, παίρνει τα σκήπτρα της εξουσίας και διακυβέρνησης του σύμπαντος και φυλακίζει Κύκλωπες και Εκατόγχειρες ενώ ελευθερώνει τους Τιτάνες. Παρουσιάζεται ξεκάθαρα η διαφοροποίηση των παιδιών της Γης, οι διαφορετικές λειτουργίες και αρχές τους και υπογραμμίζεται η παρουσία και ο ρόλος τους στο θεϊκό γίγνεσθαι. Ο μύθος, παρουσιάζοντας την πάλη των γενεών για την εξουσία, την πάλη της αντιεξουσιαστικής λογικής με τη με κάθε μέσο λογική διατήρησης της εξουσίας, μας παραδίδει τον πόλεμο του Δία με τον Κρόνο στον οποίο έλαβαν μέρος όλες οι υπάρχουσες θεότητες που είτε υπήρχαν με οποιαδήποτε κατάσταση είτε τις είχε καταπιεί ο Κρόνος. Στη φάση αυτή ο Δίας ελευθέρωσε τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες από τα Τάρταρα που τους κρατούσε φυλακισμένους και αλυσοδεμένους ο Κρόνος. Με τη σειρά τους αυτοί πολέμησαν στο πλευρό του ελευθερωτή τους προμηθεύοντας μάλιστα το Δία με τα βασικά όπλα της ισχύος του , τον κεραυνό και την αστραπή. Σύμφωνα με μια παραλλαγή του μύθου, ο Δίας προέβη στην ενέργεια αυτή έπειτα από ένα χρησμό που του έδωσε η Γη, σύμφωνα με τον οποίο για να νικήσει τον Κρόνο έπρεπε να πάρει με το μέρος του τους θεούς εκείνους που ήταν φυλακισμένοι στα Τάρταρα.
Οι μύθοι της Θεογονίας, της Τιτανομαχίας, ο μύθος του Προίτου, του Περσέα, του Ασκληπιού, οι μύθοι που αναφέρονται στη μαθητεία της Αθηνάς, μύθοι του Ήφαιστου ακόμα και της Άρτεμης δείχνουν τη βαρύτητα της ύπαρξης και δράσης των Κυκλώπων στο γίγνεσθαι της μυθολογούσας συνείδησης των αρχαίων Ελλήνων. Παρουσιάζονται ως πρωταγωνιστές αλλά και θύματα στην πάλη των γενεών για την εξουσία και ενσαρκώνουν τη συμπάθεια του αδικημένου από τη λογική και δράση του πλέγματος της εξουσίας. Απεικονίζονται είτε ως μη ανθρώπινα όντα είτε ως μη ελληνικός λαός με κοινό στοιχείο και στις δύο περιπτώσεις το θαυμασμό που προξενούν λόγω της γνώσης και κατοχής τεχνών και τεχνικών μυστικών. Ο εντυπωσιακότερος μύθος, αυτός του Οδυσσέα με τον Κύκλωπα Πολύφημο, έτσι όπως παρουσιάζεται στην Οδύσσεια, αποτελεί την κορυφαία στιγμή της σύγκρουσης-αντιπαράθεσης του ελληνικού κόσμου και σκέψης με τον μη ελληνικό. Η αντίθεση του Έλληνα – ανθρώπου, που είναι δημιουργός, παράγωγο και φορέας ταυτόχρονα του πολιτισμού και της ταυτότητάς του, με τα μη ελληνικά όντα που λειτουργούν αλληλένδετα με τη φύση χαρακτηρίζει τη δυναμική της αυτοαντίληψης των Ελλήνων όπως αυτή διαμορφώνεται από τη μυθική δημιουργία και συνείδηση.
Στους μύθους της Θεογονίας, η γέννηση των Κυκλώπων κατέχει περίοπτη θέση. Πρώτα γεννήθηκε το Χάος και έπειτα η Γη. Η Γη γέννησε πολλά παιδιά χωρίς ερωτικό πόθο και άλλα αφού πλάγιασε, όπως μας παραδίδει ο μύθος, με τον Ουρανό και με τον Πόντο. Έτσι εμφανίστηκαν οι θεοί που θα κυβερνούσαν τον κόσμο. Στην Ησιόδεια θεογονία η δημιουργία του κόσμου αρχίζει με τη Γη που γεννά αρχικά τα μέρη του σύμπαντος και κατόπιν άλλες επί μέρους θεότητες. Ο μύθος λειτουργεί σαν πρωτόγονη φιλοσοφία όπου με την πιο απλή εποπτική μορφή σκέψης αποτελεί ένα σύνολο από προσπάθειες να κατανοηθεί ο κόσμος, να εξηγηθεί η ζωή και ο θάνατος, η μοίρα και η φύση με τα φαινόμενά της, οι θεοί και οι λατρείες (Παπανούτσος 1973). Η εντύπωση ότι από τη μάζα της γης παρουσιάστηκαν και τα υπόλοιπα τμήματα του σύμπαντος (Ξενοφάνης) υπάρχει ακόμη στην επιστημονική αντίληψη των Ελλήνων στα πρώτα τουλάχιστον στάδια της διαδρομής της.
Οι Κύκλωπες γεννήθηκαν από τη Γη και τον Ουρανό (Ησίοδος) ατρόμητοι και κάτοχοι τεχνών και μεγάλων μυστικών. Ο Στερόπης ,ο Βρόντης και ο Άργης ήταν οι τρεις πρώτοι Κύκλωπες με αρχέγονη θεϊκή υπόσταση οι οποίοι αργότερα χάρισαν στο Δία τη βροντή και τον κεραυνό. Όμοιοι και ισάξιοι των θεών, εμφανίζονται ε μοναδική διαφορά την ύπαρξη ενός μόνο και μάλιστα κυκλικού ματιού στο κέντρο του μετώπου. Χαρακτηρίζονται άγριοι, ικανοί οικοδόμοι γιγαντιαίων (Απολλόδωρος) τειχών και αρχισιδηρουργοί στη Θράκη αρχικά ,στην Κρήτη αργότερα και κατόπιν στη Λυκία. Η αναφορά και σύνδεση αυτών των τόπων με κοινά στοιχεία πολιτισμού όπως η γνώση συγκεκριμένων τεχνών, μας δείχνει ότι υπήρχε στενός πολιτιστικός δεσμός μεταξύ των τόπων αυτών. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τρεις αρχικοί Κύκλωπες δεν φαίνεται να αποκτούν απογόνους[5](Ησίοδος) και παραμένουν ως υπάρξεις απόλυτα αυτόνομες χωρίς καμιά διάθεση να συμβάλλουν στην προώθηση της ζωής ή στη δημιουργία πρωταγωνιστικού ρόλου της οντότητάς τους.
Οι απόγονοι της Γης, οι Τιτάνες, οι Κύκλωπες, οι Γίγαντες και οι Εκατόγχειρες στην αφετηριακή μορφή του μύθου δεν πρέπει να ήταν μορφές – οντότητες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Εδώ έχουμε να κάνουμε με το φαινόμενο εκείνο της μυθοπλασίας όπου δίδεται πρόσωπο και λειτουργίες σε γνωστά φυσικά φαινόμενα και σώματα. Η διαφορετικότητα της μορφής και του ονόματος (πολυμορφία και πολυωνυμία ) έχει να κάνει κυρίως με τις διαδοχικές στο χώρο και το χρόνο μυθοπλασίες της βασικής ιδέας, με τις παραλλαγές του αρχικού μύθου. Ξαναβρίσκουμε τους Κύκλωπες όταν ο Κρόνος ανεβαίνει στο θρόνο του πατέρα του υρανού, παίρνει τα σκήπτρα της εξουσίας και διακυβέρνησης του σύμπαντος και φυλακίζει Κύκλωπες και Εκατόγχειρες ενώ ελευθερώνει τους Τιτάνες. Παρουσιάζεται ξεκάθαρα η διαφοροποίηση των παιδιών της Γης, οι διαφορετικές λειτουργίες και αρχές τους και υπογραμμίζεται η παρουσία και ο ρόλος τους στο θεϊκό γίγνεσθαι. Ο μύθος, παρουσιάζοντας την πάλη των γενεών για την εξουσία, την πάλη της αντιεξουσιαστικής λογικής με τη με κάθε μέσο λογική διατήρησης της εξουσίας, μας παραδίδει τον πόλεμο του Δία με τον Κρόνο στον οποίο έλαβαν μέρος όλες οι υπάρχουσες θεότητες που είτε υπήρχαν με οποιαδήποτε κατάσταση είτε τις είχε καταπιεί ο Κρόνος. Στη φάση αυτή ο Δίας ελευθέρωσε τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες από τα Τάρταρα που τους κρατούσε φυλακισμένους και αλυσοδεμένους ο Κρόνος. Με τη σειρά τους αυτοί πολέμησαν στο πλευρό του ελευθερωτή τους προμηθεύοντας μάλιστα το Δία με τα βασικά όπλα της ισχύος του , τον κεραυνό και την αστραπή. Σύμφωνα με μια παραλλαγή του μύθου, ο Δίας προέβη στην ενέργεια αυτή έπειτα από ένα χρησμό που του έδωσε η Γη, σύμφωνα με τον οποίο για να νικήσει τον Κρόνο έπρεπε να πάρει με το μέρος του τους θεούς εκείνους που ήταν φυλακισμένοι στα Τάρταρα.
Ο ρόλος αυτός της Γης όπου εμφανίζεται να συμβουλεύει το Δία και η αξιοποίηση της συμβουλής – χρησμού να οδηγεί στη νίκη δηλώνει τη σχέση της Γης με τους χρησμούς και τη μαντεία. Έτσι οι Κύκλωπες εκτός από τα όπλα που χάρισαν στο Δία, χάρισαν στον Ποσειδώνα την τρίαινα και στον Άδη τη σκούφια που τον έκανε αόρατο. Δηλώνεται και εδώ η θεϊκή οντότητα των Κυκλώπων (Frazer J.G. 1990) και η συμμετοχή τους στη σύγκρουση ανάμεσα σε παλιότερες και νέες θεότητες προωθεί το μύθο της καταγωγής του κόσμου που θέλει την εξελικτική πορεία της διαμόρφωσής του να περνάει από ατελείς, άγριες και τερατόμορφες δυνάμεις σε τελειότερες και ημερότερες, σύμφωνα μάλιστα με τον Hegel όπου η ανθρωπότητα από την πρώτη της αρχή προχώρησε και προχωρεί με αργά αλλά σταθερά βήματα προς όλο και λογικότερες μορφές κοινωνίας (Levi Strauss 1977).
Στη σύγκρουση αυτή οι τερατώδεις και ανθεκτικές μορφές των Κυκλώπων σε συνδυασμό με τις μαγικές τους ικανότητες βρίσκονται σε αρμονική σύνδεση με ένα μυθικό περιβάλλον που βρίσκεται κοντά στον κόσμο του παραμυθιού. Η μαγεία στη μυθική παράδοση βρίσκεται μαζί με την τέχνη και η τέχνη με την τερατομορφία ή τη σωματική ιδιαιτερότητα. Ο ικανός τεχνίτης στο μύθο έχει κάτι που τον κάνει να διαφέρει από τον κοινό άνθρωπο είτε αυτό είναι τερατομορφία είτε απλή σωματική αναπηρία. Ιδιαίτερα για τους κατόχους της τέχνης του σιδηρουργού επικρατούσε η αντίληψη ότι ήταν άνθρωποι παράξενοι. Σε πολλούς λαούς δεν νήκαν στο στενό περιβάλλον της φυλής και αποτελούσαν τάξη συντεχνία η οποία απολάμβανε τιμή ή περιφρόνηση. Θεωρούνταν μυστηριώδεις και επιτύγχαναν τη δουλειά τους με μαγικές πρακτικές (Ζιάκας 2002).Η εικόνα του τεχνίτη στο μύθο διατηρεί την αρχική της ιδέα αλλά ακολουθεί την εξελικτική πορεία της διαμόρφωσης του κόσμου : από τις πιο άγριες μορφές πηγαίνει σε πιο ήμερες Από την Κυκλωπική τερατομορφία πηγαίνουμε στον Ήφαιστο με τη χαρακτηριστική σωματική αναπηρία και η αξία του μυθικού τεχνίτη δηλώνεται από την επιλογή του Δία να συμμαχήσει εκτός από τους ανίκητους πολεμιστές και με τους μαγικούς τεχνίτες. Η σύγκρουση μεταξύ της παλιάς γενιάς των θεών και της νέας σε συνδυασμό με την εγκαθίδρυση της νέας θεϊκής τάξης πραγμάτων, της εξελικτικής της πορείας και της ποιοτικά βελτιωμένης μορφής της, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι Κύκλωπες ήταν προολύμπιες θεότητες με υπόσταση ανάλογη με αυτή των Ολύμπιων θεών. Η Ολύμπια θεότητα των τεχνών και της μεταλλουργίας, ο Ήφαιστος, εξεταζόμενος κάτω από το πρίσμα της εξελικτικής πορείας της διαμόρφωσης του κόσμου και των θεών αποτελεί τη νεότερη εκδοχή και υπόσταση των Κυκλώπων. Ο Ήφαιστος είναι γιος της Ήρας όπως και οι Κύκλωπες είναι παιδιά της Γης και προέρχονται από την ενιαία ιδέα της φωτιάς που πέφτει από τον ουρανό στη γη και προκαλεί ηφαιστειακά φαινόμενα. Η Αθηνά παραδίδεται ότι έμαθε τις τέχνες από τους Κύκλωπες και κατόπιν τις δίδαξε στους ανθρώπους. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας ταυτίζονταν με την ανάπτυξη της μεταλλουργίας όπου καθοριστικό ρόλο παίζει η χρήση και εκμετάλλευση της φωτιάς ώστε μαζί με την Αθηνά ή τον Προμηθέα να εντάσσονται στην κατηγορία των θεοτήτων που αποτέλεσαν τους φορείς πολιτισμού και οι Κύκλωπες ως δάσκαλοι της Αθηνάς. Μια παραλλαγή του μύθου, η μοναδική που αναφέρεται σε φυσικούς απογόνους των Κυκλώπων προσδίδοντάς τους έτσι και λειτουργίες κοινές με τους ανθρώπους και τους Ολύμπιους θεούς, η οποία έρχεται να τονίσει τη γνωστική εξάρτηση της Αθηνάς από τους Κύκλωπες, μας αναφέρει ότι πατέρας της θεάς υπήρξε ο Κύκλωπας Βρόντης (Κερένυι Κ.). Η Μήτις όταν καταβροχθίστηκε από τον Δία ήταν έγκυος στην Αθηνά από το Βρόντη και ο Δίας την καταβρόχθισε φοβούμενος μήπως γεννήσει κάποιο θεϊκό πλάσμα δυνατότερο από τον ίδιο. Το ζήτημα της πατρότητας της θεάς Αθηνάς τροφοδότησε πολλές παραλλαγές. Οι σιδηρουργοί Κύκλωπες συγγενεύουν με τους Ιδαίους Δακτύλους οι οποίοι ήταν φαλλικά προϊστορικά όντα και παραδίδεται ότι τέτοια όντα και πρώτοι άνθρωποι ανέλαβαν την ανατροφή της θεάς όταν αυτή γεννήθηκε και μάλιστα ένας απ’ αυτούς ο Ίτωνος θεωρούνταν και πατέρας της θεάς. Ο μύθος μας παραδίδει ότι ο Ήφαιστος μαθήτευσε κοντά στον Κηδαλίωνα και τους Κύκλωπες . Σε μια άλλη παραλλαγή της μαθητείας του Ήφαιστου τον βρίσκουμε στη Νάξο να μαθαίνει την τέχνη του σιδηρουργού από τον Κηδαλίωνα. Αναφέρεται ότι ο Κηδαλίων έμοιαζε με τους Καβείρους, το όνομά του σήμαινε φαλλικός και θεωρούνταν Κύκλωπας. Στην παραλλαγή αυτή παρατηρούμε ότι έχουμε διαφοροποίηση της εξωτερικής εμφάνισης των Κυκλώπων και οριοθέτηση της ύπαρξής τους ως συντεχνίας τεχνιτών – σιδηρουργών. Στη Λήμνο οι συνεργάτες του θεού ήταν Κάβειροι και λέγονταν Καρκίνοι. Εδώ έχουμε αναφορά σε θεϊκούς τεχνίτες όμοιους με το θεό της φωτιάς και επανάληψη της διδακτικής παρουσίας των Κυκλώπων στις γνώσεις των οποίων οι θεοί του Ολύμπου όφειλαν πολλά. Οι σχέσεις των θεών με τους Κύκλωπες δεν περιορίζονταν στην παροχή τεχνογνωσίας. Ο Απόλλωνας σκότωσε τους φυλακισμένους Κύκλωπες για να εκδικηθεί το θάνατο του γιου του Ασκληπειού οριοθετώντας το τέλος των αρχαίων θεοτήτων από τη μυθική παράδοση.
Η Άρτεμις έπειτα από πρόσκληση του Ήφαιστου, επισκέφθηκε τους Κύκλωπες στο νησί που ονομάζονταν Λιπάρα (άλλη χωροθεσία της κατοικίας των Κυκλώπων) και τους βρήκε να σφυρηλατούν μια ποτίστρα για τα άλογα του Ποσειδώνα. Ο Βρόντης την αγκάλιασε και επειδή στην Άρτεμη δεν άρεσαν οι αγάπες του Κύκλωπα συνεπλάκη μαζί του και τον πλήγωσε. Η επικοινωνία της θεάς με τους Κύκλωπες τελείωσε έπειτα από την απαίτηση της θεάς να της κατασκευάσουν ένα ασημένιο τόξο, φαρέτρα και βέλη και αυτή ως αντάλλαγμα θα τους έδινε να φάνε το πρώτο θήραμα που θα σκότωνε. Οι Νύμφες εμφανίζονται τρομοκρατημένες από την άγρια όψη των Κυκλώπων και το θόρυβο που προκαλούσε το σιδηρουργείο τους. Ο τυφλός Ωρίων (Γκρέιβς Ρ. 1998) όταν βρίσκονταν στη θάλασσα με μια μικρή βάρκα, ακολουθώντας τον ήχο του σφυριού κάποιου Κύκλωπα, βγήκε στη Λήμνο. Στη Λήμνο, στο σιδεράδικο του Ήφαιστου, πήρε ένα μαθητευόμενο, τον Κηδαλίωνα, και αφού τον πήρε στους ώμους τον χρησιμοποίησε για οδηγό. Με τον τρόπο αυτό, έφτασε στα πέρατα του Ωκεανού όπου τον ερωτεύτηκε η Ηώ και ο αδελφός της ο Ήλιος του ξαναέδωσε την όρασή του. Οι Κύκλωπες χωρίζονταν σε τρία γένη: τους ανθρωποφάγους ,τους κεραυνοποιούς και τους γαστρόχειρες Κύκλωπες(Ελλάνικος).Θα μπορούσαμε εδώ να χωρίσουμε την τρίτη κατηγορία Κυκλώπων σε δύο, σ’ αυτούς που χαρακτήριζε η ιδιότητά τους του σιδηρουργού και σ’ αυτούς που ήταν ικανοί χτίστες και κατασκευαστές γιγαντιαίων τειχών. Χωρίς να τους διαχωρίζουμε τους εξετάζουμε μαζί δίδοντας βαρύτητα στην ιδιότητα του τεχνίτη, τη μη ελληνική καταγωγή τους και τον τρόπο με τον οποίο τους αντιμετώπιζε η ελληνική μυθική πραγματικότητα.
Οι ανθρωποφάγοι ήταν πανύψηλοι, πολύ δυνατοί, με ένα κυκλικό μάτι στη μέση του μετώπου τους, χωρίς ιδιαίτερη ευφυΐα και με υπερβολική αλαζονεία ,κατάλοιπο προφανώς της εκπεσούσης θεϊκής τους οντότητας. Η έστω και εκπεσούσα θεϊκή οντότητα και αλαζονεία των ανθρωποφάγων Κυκλώπων τονίζεται με τον τρόπο που κερδίζουν την τροφή τους χωρίς να μοχθούν καλλιεργώντας τη γη ούτε ασκώντας τα επαγγέλματα που ασκούν οι θνητοί. Στην Ομηρική αναφορά παρατηρούμε ένα συγκερασμό του φανταστικού με το πραγματικό στοιχείο. Είναι η συνειδητή προσπάθεια του επικού να περιορίσει το φανταστικό στοιχείο της παλιάς παράδοσης και να το προσαρμόσει σε δεδομένα κοντινότερα στον ίδιο και τους ακροατές τους. Κατοικούσαν (Ευριπίδης) σε μια μακρινή χώρα (στη Σικελία στην Αίτνα), όπως άλλωστε και όλοι οι μυθικοί λαοί, κάποιος μπορούσε να φτάσει εκεί μόνο παρασυρμένος από φουρτούνες και κακοκαιρίες και σίγουρα έχανε κάθε ελπίδα να ξαναδεί το σπίτι του λόγω της μεγάλης απόστασης που κάλυπτε η θάλασσα, τόσο μεγάλη που ούτε τα πουλιά μπορούσαν να καλύψουν ακόμη και αν 4 πετούσαν έναν ολόκληρο χρόνο. Ο κόσμος των Κυκλώπων αποτελεί στο σύνολό του μια αντίθεση με τον κόσμο των Ελλήνων.
Οι δύο αυτοί κόσμοι αποτελούν την έκφραση-σύγκριση των ψυχρών και των θερμών κοινωνιών (Levi Strauss 1961): οι ψυχρές κοινωνίες λειτουργούν σχεδόν όπως τα ρολόγια καταναλώνοντας την ενέργεια που είχαν από την αρχή και παρουσιάζονται σαν κοινωνίες με ελάχιστη ή μηδενική πρόοδο και αταξία σε σχέση με την αρχική τους κατάσταση ενώ οι θερμές κοινωνίες λειτουργώντας σύμφωνα με την αρχή της διαφορετικής θερμοκρασίας στα επί μέρους τμήματά τους, παράγουν περισσότερο έργο και διαφοροποιήσεις καταναλώνοντας ταυτόχρονα τις αρχικές πηγές της ενέργειάς τους. Ο τρόπος της ζωής τους διέφερε από αυτόν των πολιτισμένων ανθρώπων, των Ελλήνων. Σε κάθε αναφορά είναι αναπόφευκτη η σύγκριση μεταξύ πολιτισμένου και πρωτόγονου – απολίτιστου τρόπου ζωής, είναι εμφανής η πάλη και διαμάχη μεταξύ φύσης και πολιτισμού, μεταξύ ελληνικού (δηλαδή πολιτισμένου) τρόπου ζωής και πρωτόγονου απολίτιστου. Ακόμα και ο τρόπος με τον οποίο πολεμούσαν ήταν πρωτόγονος, πετούσαν πέτρες για να βουλιάξουν τα πλοία. Εδώ παρατηρούμε την αντιπαράθεση της σωματικής μη ανθρώπινης δύναμης απέναντι στα επιτεύγματα του πολιτισμού. Δεν είχαν νόμους , δεν λειτουργούσαν διεπόμενοι από θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της κοινωνίας τους , χωρίς αγορά , διάλογο και τελετουργία, χωρίς ηθικούς κανόνες, χωρίς πίστη στους θεούς, χωρίς αισθήματα φιλοξενίας, αλληλεγγύης και κοινωνικότητας και χωρίς να έχουν αναπτύξει τέχνες και πολιτισμό. Σημειώνουμε ότι αν και παραδίδεται σχέση με τον Ποσειδώνα δεν είχαν ιδέα από ναυσιπλοΐα. Ασχολούνταν μόνο με την κτηνοτροφία και την τυροκομία του γάλακτος που παρήγαγαν τα κοπάδια τους και οι σχέσεις τους με τους ανθρώπους κάθε άλλο παρά καλές ήταν. Όποιος έπεφτε στα χέρια τους θανατώνονταν και τρώγονταν ωμός.
Όταν οι Φαίακες κατοικούσαν κοντά τους, οι Κύκλωπες τους επιτίθονταν και λήστευαν τις περιουσίες τους και τους σκότωναν μέχρι που αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στη μακρινή Σχερία για να γλιτώσουν από την καταστροφική μανία των γειτόνων τους. Βρισκόμαστε σε ένα προ-πολιτικό στάδιο ανθρώπινης ζωής το οποίο χαρακτηρίζεται από μικρές και όχι συγκεντρωμένες σε οικισμό κατοικίες, χωρίς κοινωνικότητα και με παντελή έλλειψη θρησκευτικού και κατά συνέπεια φιλόξενου αισθήματος. Το παράδειγμα της κοινωνίας των Κυκλώπων αναφέρει ο Πλάτων στους Νόμους και βασιζόμενος στην παράθεση των ηθών τους χαρακτηρίζει-καθορίζει τα προ-πολιτικά στάδια της ζωής. Ο μοναδικός Κύκλωπας που ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους είναι ο Πολύφημος που μας παραδίδεται με όνομα και θεϊκή καταγωγή όντας γιος του Ποσειδώνα και της κόρης του Θόρκυ, Θόωσας . Το όνομα Πολύφημος μας παραδίδεται και στον κατάλογο των Αργοναυτών, ως γιος του Έλατου από την Αρκαδία.
Στη σύγκρουση αυτή οι τερατώδεις και ανθεκτικές μορφές των Κυκλώπων σε συνδυασμό με τις μαγικές τους ικανότητες βρίσκονται σε αρμονική σύνδεση με ένα μυθικό περιβάλλον που βρίσκεται κοντά στον κόσμο του παραμυθιού. Η μαγεία στη μυθική παράδοση βρίσκεται μαζί με την τέχνη και η τέχνη με την τερατομορφία ή τη σωματική ιδιαιτερότητα. Ο ικανός τεχνίτης στο μύθο έχει κάτι που τον κάνει να διαφέρει από τον κοινό άνθρωπο είτε αυτό είναι τερατομορφία είτε απλή σωματική αναπηρία. Ιδιαίτερα για τους κατόχους της τέχνης του σιδηρουργού επικρατούσε η αντίληψη ότι ήταν άνθρωποι παράξενοι. Σε πολλούς λαούς δεν νήκαν στο στενό περιβάλλον της φυλής και αποτελούσαν τάξη συντεχνία η οποία απολάμβανε τιμή ή περιφρόνηση. Θεωρούνταν μυστηριώδεις και επιτύγχαναν τη δουλειά τους με μαγικές πρακτικές (Ζιάκας 2002).Η εικόνα του τεχνίτη στο μύθο διατηρεί την αρχική της ιδέα αλλά ακολουθεί την εξελικτική πορεία της διαμόρφωσης του κόσμου : από τις πιο άγριες μορφές πηγαίνει σε πιο ήμερες Από την Κυκλωπική τερατομορφία πηγαίνουμε στον Ήφαιστο με τη χαρακτηριστική σωματική αναπηρία και η αξία του μυθικού τεχνίτη δηλώνεται από την επιλογή του Δία να συμμαχήσει εκτός από τους ανίκητους πολεμιστές και με τους μαγικούς τεχνίτες. Η σύγκρουση μεταξύ της παλιάς γενιάς των θεών και της νέας σε συνδυασμό με την εγκαθίδρυση της νέας θεϊκής τάξης πραγμάτων, της εξελικτικής της πορείας και της ποιοτικά βελτιωμένης μορφής της, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι Κύκλωπες ήταν προολύμπιες θεότητες με υπόσταση ανάλογη με αυτή των Ολύμπιων θεών. Η Ολύμπια θεότητα των τεχνών και της μεταλλουργίας, ο Ήφαιστος, εξεταζόμενος κάτω από το πρίσμα της εξελικτικής πορείας της διαμόρφωσης του κόσμου και των θεών αποτελεί τη νεότερη εκδοχή και υπόσταση των Κυκλώπων. Ο Ήφαιστος είναι γιος της Ήρας όπως και οι Κύκλωπες είναι παιδιά της Γης και προέρχονται από την ενιαία ιδέα της φωτιάς που πέφτει από τον ουρανό στη γη και προκαλεί ηφαιστειακά φαινόμενα. Η Αθηνά παραδίδεται ότι έμαθε τις τέχνες από τους Κύκλωπες και κατόπιν τις δίδαξε στους ανθρώπους. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας ταυτίζονταν με την ανάπτυξη της μεταλλουργίας όπου καθοριστικό ρόλο παίζει η χρήση και εκμετάλλευση της φωτιάς ώστε μαζί με την Αθηνά ή τον Προμηθέα να εντάσσονται στην κατηγορία των θεοτήτων που αποτέλεσαν τους φορείς πολιτισμού και οι Κύκλωπες ως δάσκαλοι της Αθηνάς. Μια παραλλαγή του μύθου, η μοναδική που αναφέρεται σε φυσικούς απογόνους των Κυκλώπων προσδίδοντάς τους έτσι και λειτουργίες κοινές με τους ανθρώπους και τους Ολύμπιους θεούς, η οποία έρχεται να τονίσει τη γνωστική εξάρτηση της Αθηνάς από τους Κύκλωπες, μας αναφέρει ότι πατέρας της θεάς υπήρξε ο Κύκλωπας Βρόντης (Κερένυι Κ.). Η Μήτις όταν καταβροχθίστηκε από τον Δία ήταν έγκυος στην Αθηνά από το Βρόντη και ο Δίας την καταβρόχθισε φοβούμενος μήπως γεννήσει κάποιο θεϊκό πλάσμα δυνατότερο από τον ίδιο. Το ζήτημα της πατρότητας της θεάς Αθηνάς τροφοδότησε πολλές παραλλαγές. Οι σιδηρουργοί Κύκλωπες συγγενεύουν με τους Ιδαίους Δακτύλους οι οποίοι ήταν φαλλικά προϊστορικά όντα και παραδίδεται ότι τέτοια όντα και πρώτοι άνθρωποι ανέλαβαν την ανατροφή της θεάς όταν αυτή γεννήθηκε και μάλιστα ένας απ’ αυτούς ο Ίτωνος θεωρούνταν και πατέρας της θεάς. Ο μύθος μας παραδίδει ότι ο Ήφαιστος μαθήτευσε κοντά στον Κηδαλίωνα και τους Κύκλωπες . Σε μια άλλη παραλλαγή της μαθητείας του Ήφαιστου τον βρίσκουμε στη Νάξο να μαθαίνει την τέχνη του σιδηρουργού από τον Κηδαλίωνα. Αναφέρεται ότι ο Κηδαλίων έμοιαζε με τους Καβείρους, το όνομά του σήμαινε φαλλικός και θεωρούνταν Κύκλωπας. Στην παραλλαγή αυτή παρατηρούμε ότι έχουμε διαφοροποίηση της εξωτερικής εμφάνισης των Κυκλώπων και οριοθέτηση της ύπαρξής τους ως συντεχνίας τεχνιτών – σιδηρουργών. Στη Λήμνο οι συνεργάτες του θεού ήταν Κάβειροι και λέγονταν Καρκίνοι. Εδώ έχουμε αναφορά σε θεϊκούς τεχνίτες όμοιους με το θεό της φωτιάς και επανάληψη της διδακτικής παρουσίας των Κυκλώπων στις γνώσεις των οποίων οι θεοί του Ολύμπου όφειλαν πολλά. Οι σχέσεις των θεών με τους Κύκλωπες δεν περιορίζονταν στην παροχή τεχνογνωσίας. Ο Απόλλωνας σκότωσε τους φυλακισμένους Κύκλωπες για να εκδικηθεί το θάνατο του γιου του Ασκληπειού οριοθετώντας το τέλος των αρχαίων θεοτήτων από τη μυθική παράδοση.
Η Άρτεμις έπειτα από πρόσκληση του Ήφαιστου, επισκέφθηκε τους Κύκλωπες στο νησί που ονομάζονταν Λιπάρα (άλλη χωροθεσία της κατοικίας των Κυκλώπων) και τους βρήκε να σφυρηλατούν μια ποτίστρα για τα άλογα του Ποσειδώνα. Ο Βρόντης την αγκάλιασε και επειδή στην Άρτεμη δεν άρεσαν οι αγάπες του Κύκλωπα συνεπλάκη μαζί του και τον πλήγωσε. Η επικοινωνία της θεάς με τους Κύκλωπες τελείωσε έπειτα από την απαίτηση της θεάς να της κατασκευάσουν ένα ασημένιο τόξο, φαρέτρα και βέλη και αυτή ως αντάλλαγμα θα τους έδινε να φάνε το πρώτο θήραμα που θα σκότωνε. Οι Νύμφες εμφανίζονται τρομοκρατημένες από την άγρια όψη των Κυκλώπων και το θόρυβο που προκαλούσε το σιδηρουργείο τους. Ο τυφλός Ωρίων (Γκρέιβς Ρ. 1998) όταν βρίσκονταν στη θάλασσα με μια μικρή βάρκα, ακολουθώντας τον ήχο του σφυριού κάποιου Κύκλωπα, βγήκε στη Λήμνο. Στη Λήμνο, στο σιδεράδικο του Ήφαιστου, πήρε ένα μαθητευόμενο, τον Κηδαλίωνα, και αφού τον πήρε στους ώμους τον χρησιμοποίησε για οδηγό. Με τον τρόπο αυτό, έφτασε στα πέρατα του Ωκεανού όπου τον ερωτεύτηκε η Ηώ και ο αδελφός της ο Ήλιος του ξαναέδωσε την όρασή του. Οι Κύκλωπες χωρίζονταν σε τρία γένη: τους ανθρωποφάγους ,τους κεραυνοποιούς και τους γαστρόχειρες Κύκλωπες(Ελλάνικος).Θα μπορούσαμε εδώ να χωρίσουμε την τρίτη κατηγορία Κυκλώπων σε δύο, σ’ αυτούς που χαρακτήριζε η ιδιότητά τους του σιδηρουργού και σ’ αυτούς που ήταν ικανοί χτίστες και κατασκευαστές γιγαντιαίων τειχών. Χωρίς να τους διαχωρίζουμε τους εξετάζουμε μαζί δίδοντας βαρύτητα στην ιδιότητα του τεχνίτη, τη μη ελληνική καταγωγή τους και τον τρόπο με τον οποίο τους αντιμετώπιζε η ελληνική μυθική πραγματικότητα.
Οι ανθρωποφάγοι ήταν πανύψηλοι, πολύ δυνατοί, με ένα κυκλικό μάτι στη μέση του μετώπου τους, χωρίς ιδιαίτερη ευφυΐα και με υπερβολική αλαζονεία ,κατάλοιπο προφανώς της εκπεσούσης θεϊκής τους οντότητας. Η έστω και εκπεσούσα θεϊκή οντότητα και αλαζονεία των ανθρωποφάγων Κυκλώπων τονίζεται με τον τρόπο που κερδίζουν την τροφή τους χωρίς να μοχθούν καλλιεργώντας τη γη ούτε ασκώντας τα επαγγέλματα που ασκούν οι θνητοί. Στην Ομηρική αναφορά παρατηρούμε ένα συγκερασμό του φανταστικού με το πραγματικό στοιχείο. Είναι η συνειδητή προσπάθεια του επικού να περιορίσει το φανταστικό στοιχείο της παλιάς παράδοσης και να το προσαρμόσει σε δεδομένα κοντινότερα στον ίδιο και τους ακροατές τους. Κατοικούσαν (Ευριπίδης) σε μια μακρινή χώρα (στη Σικελία στην Αίτνα), όπως άλλωστε και όλοι οι μυθικοί λαοί, κάποιος μπορούσε να φτάσει εκεί μόνο παρασυρμένος από φουρτούνες και κακοκαιρίες και σίγουρα έχανε κάθε ελπίδα να ξαναδεί το σπίτι του λόγω της μεγάλης απόστασης που κάλυπτε η θάλασσα, τόσο μεγάλη που ούτε τα πουλιά μπορούσαν να καλύψουν ακόμη και αν 4 πετούσαν έναν ολόκληρο χρόνο. Ο κόσμος των Κυκλώπων αποτελεί στο σύνολό του μια αντίθεση με τον κόσμο των Ελλήνων.
Οι δύο αυτοί κόσμοι αποτελούν την έκφραση-σύγκριση των ψυχρών και των θερμών κοινωνιών (Levi Strauss 1961): οι ψυχρές κοινωνίες λειτουργούν σχεδόν όπως τα ρολόγια καταναλώνοντας την ενέργεια που είχαν από την αρχή και παρουσιάζονται σαν κοινωνίες με ελάχιστη ή μηδενική πρόοδο και αταξία σε σχέση με την αρχική τους κατάσταση ενώ οι θερμές κοινωνίες λειτουργώντας σύμφωνα με την αρχή της διαφορετικής θερμοκρασίας στα επί μέρους τμήματά τους, παράγουν περισσότερο έργο και διαφοροποιήσεις καταναλώνοντας ταυτόχρονα τις αρχικές πηγές της ενέργειάς τους. Ο τρόπος της ζωής τους διέφερε από αυτόν των πολιτισμένων ανθρώπων, των Ελλήνων. Σε κάθε αναφορά είναι αναπόφευκτη η σύγκριση μεταξύ πολιτισμένου και πρωτόγονου – απολίτιστου τρόπου ζωής, είναι εμφανής η πάλη και διαμάχη μεταξύ φύσης και πολιτισμού, μεταξύ ελληνικού (δηλαδή πολιτισμένου) τρόπου ζωής και πρωτόγονου απολίτιστου. Ακόμα και ο τρόπος με τον οποίο πολεμούσαν ήταν πρωτόγονος, πετούσαν πέτρες για να βουλιάξουν τα πλοία. Εδώ παρατηρούμε την αντιπαράθεση της σωματικής μη ανθρώπινης δύναμης απέναντι στα επιτεύγματα του πολιτισμού. Δεν είχαν νόμους , δεν λειτουργούσαν διεπόμενοι από θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της κοινωνίας τους , χωρίς αγορά , διάλογο και τελετουργία, χωρίς ηθικούς κανόνες, χωρίς πίστη στους θεούς, χωρίς αισθήματα φιλοξενίας, αλληλεγγύης και κοινωνικότητας και χωρίς να έχουν αναπτύξει τέχνες και πολιτισμό. Σημειώνουμε ότι αν και παραδίδεται σχέση με τον Ποσειδώνα δεν είχαν ιδέα από ναυσιπλοΐα. Ασχολούνταν μόνο με την κτηνοτροφία και την τυροκομία του γάλακτος που παρήγαγαν τα κοπάδια τους και οι σχέσεις τους με τους ανθρώπους κάθε άλλο παρά καλές ήταν. Όποιος έπεφτε στα χέρια τους θανατώνονταν και τρώγονταν ωμός.
Όταν οι Φαίακες κατοικούσαν κοντά τους, οι Κύκλωπες τους επιτίθονταν και λήστευαν τις περιουσίες τους και τους σκότωναν μέχρι που αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στη μακρινή Σχερία για να γλιτώσουν από την καταστροφική μανία των γειτόνων τους. Βρισκόμαστε σε ένα προ-πολιτικό στάδιο ανθρώπινης ζωής το οποίο χαρακτηρίζεται από μικρές και όχι συγκεντρωμένες σε οικισμό κατοικίες, χωρίς κοινωνικότητα και με παντελή έλλειψη θρησκευτικού και κατά συνέπεια φιλόξενου αισθήματος. Το παράδειγμα της κοινωνίας των Κυκλώπων αναφέρει ο Πλάτων στους Νόμους και βασιζόμενος στην παράθεση των ηθών τους χαρακτηρίζει-καθορίζει τα προ-πολιτικά στάδια της ζωής. Ο μοναδικός Κύκλωπας που ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους είναι ο Πολύφημος που μας παραδίδεται με όνομα και θεϊκή καταγωγή όντας γιος του Ποσειδώνα και της κόρης του Θόρκυ, Θόωσας . Το όνομα Πολύφημος μας παραδίδεται και στον κατάλογο των Αργοναυτών, ως γιος του Έλατου από την Αρκαδία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου